ΝΟΜΟΣ 3875 ΦΕΚ 158/Α/20.9.2010
Κύρωση και εφαρμογή
της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και
των τριών Πρωτοκόλλων αυτής και συναφείς διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Αρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος,
η Σύμβαση κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος, που άνοιξε για υπογραφή
στο Παλέρμο Ιταλίας στις 12-15 Δεκεμβρίου 2000 και τα τρία Πρωτόκολλα αυτής,
ήτοι:
Το Πρωτόκολλο για την Πρόληψη, Καταστολή και Τιμωρία της Διακίνησης
Προσώπων, Ιδιαίτερα Γυναικών και Παιδιών και το Πρωτόκολλο κατά της Λαθραίας
Διακίνησης Μεταναστών από τη Γη, τη Θάλασσα και τον Αέρα, που άνοιξαν για
υπογραφή στο Παλέρμο Ιταλίας στις 12-15 Δεκεμβρίου 2000, καθώς και το
Πρωτόκολλο κατά της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων,
τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών, που άνοιξε για υπογραφή στη Νέα
Υόρκη στις 2 Ιουλίου 2001, το κείμενο των οποίων, σε πρωτότυπο στην αγγλική
και γαλλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική έχει ως εξής:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου εγκλήματος και τα
τρία πρωτόκολλα αυτής.
Αρθρο 1
Αντικείμενο
Αντικείμενο αυτής της Σύμβασης είναι η προαγωγή της συνεργασίας για την πιο
αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος.
Αρθρο 2
Εννοια όρων
Για τους σκοπούς της Σύμβασης αυτής:
(α) «Οργανωμένη εγκληματική ομάδα» νοείται δομημένη ομάδα τριών ή
περισσότερων προσώπων που υπάρχει για κάποια χρονική περίοδο και ενεργεί με
κοινό σκοπό τέλεσης ενός ή περισσότερων σοβαρών εγκλημάτων ή εγκλημάτων που
θεσπίζονται σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή, προκειμένου να ποριστεί αμέσως ή
εμμέσως οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος.
(β) «Σοβαρό έγκλημα» νοείται συμπεριφορά η οποία συνιστά αδίκημα που
τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ανώτατο όριο δεν
μπορεί να είναι μικρότερο από τέσσερα έτη ή με αυστηρότερη ποινή.
(γ) «Δομημένη ομάδα» νοείται ομάδα που δεν σχηματίζεται τυχαία για την άμεση
τέλεση αδικήματος, και η οποία δεν απαιτείται να έχει τυπικά προσδιορισμένους
ρόλους για τα μέλη της, συνέχεια στη σύνθεσή της ή αναπτυγμένη δομή.
(δ) «Περιουσία» νοούνται περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή
ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άϋλα και τίτλοι ή έγγραφα γενικά που
αποδεικνύουν ιδιοκτησία ή συμφέροντα στα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία.
(ε) «Προϊόν εγκλήματος» νοείται κάθε περιουσία που προέρχεται ή αποκτάται
αμέσως ή εμμέσως από την τέλεση ενός εγκλήματος.
(στ) «Δέσμευση» ή «κατάσχεση» νοείται η προσωρινή απαγόρευση μεταβίβασης,
μετατροπής, διάθεσης ή μετακίνησης περιουσίας ή η προσωρινή θέση υπό
επιτήρηση ή υπό έλεγχο της περιουσίας, με βάση διάταξη που εκδίδει το
δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή.
(ζ) «Δήμευση» νοείται η μόνιμη στέρηση της περιουσίας με διάταξη δικαστηρίου
ή άλλης αρμόδιας αρχής.
(η) «Βασικό έγκλημα» νοείται κάθε έγκλημα, από το οποίο δημιουργήθηκαν
προϊόντα που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ενός εγκλήματος που ορίζεται
στο άρθρο 6 της Σύμβασης αυτής.
(θ) «Ελεγχόμενη παράδοση» νοείται η τεχνική του να επιτρέπεται σε παράνομα ή
ύποπτα φορτία να εξέρχονται, διέρχονται ή διακινούνται στην επικράτεια ενός ή
περισσότερων Κρατών, με τη γνώση και υπό την επίβλεψη των αρμόδιων αρχών
τους, με σκοπό τη διερεύνηση εγκλήματος και τον εντοπισμό των προσώπων που
εμπλέκονται στην τέλεση αυτού.
(ι) «Περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίησης» νοείται οργανισμός που
αποτελείται από κυρίαρχα Κράτη μιας δεδομένης περιοχής, στον οποίο τα Κράτη
μέλη έχουν μεταβιβάσει αρμοδιότητα για ζητήματα που αφορά η παρούσα Σύμβαση
και ο οποίος οργανισμός έχει εξουσιοδοτηθεί δεόντως, σύμφωνα με τις
εσωτερικές του διαδικασίες, για την υπογραφή, επικύρωση, αποδοχή, έγκριση ή
προσχώρηση σε αυτή. Οι αναφορές της παρούσας Σύμβασης στα «Κράτη Μέρη»
εφαρμόζονται και στους οργανισμούς αυτούς, μέσα στα όρια της αρμοδιότητάς
τους.
Αρθρο 3
Πεδίο εφαρμογής
1. Η Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, για την
πρόληψη, διερεύνηση και δίωξη:
α. Εγκλημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 5,6,8, και 23 αυτής,
β. Σοβαρών εγκλημάτων όπως ορίζονται στο άρθρο 2 όταν το έγκλημα είναι
διεθνικής φύσης και αφορά οργανωμένη εγκληματική ομάδα.
2. Για το σκοπό της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, ένα έγκλημα είναι
διεθνικής φύσης αν:
α. τελείται σε περισσότερα του ενός Κράτη,
β. τελείται σε ένα Κράτος, αλλά σημαντικό τμήμα της προπαρασκευής, του
σχεδιασμού, της καθοδήγησης ή του ελέγχου του λαμβάνει χώρα σε άλλο Κράτος
γ. τελείται σε ένα Κράτος από οργανωμένη εγκληματική ομάδα που συμμετέχει σε
εγκληματικές δραστηριότητες σε περισσότερα του ενός Κράτη, ή
δ. τελείται σε ένα Κράτος, αλλά έχει σημαντικές επιπτώσεις σε άλλο Κράτος.
Αρθρο 4
Προστασία κυριαρχίας
1. Τα Κράτη Μέρη εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους από τη Σύμβαση αυτή με
τρόπο συμβατό προς τις αρχές της κυριαρχίας, της ισότητας και της εδαφικής
ακεραιότητας των Κρατών και της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων
Κρατών.
2. Καμιά διάταξη της Σύμβασης αυτής δεν παρέχει στα Κράτη Μέρη το δικαίωμα
να ασκήσουν στην επικράτεια άλλου Κράτους δικαιοδοσία και λειτουργίες που
επιφυλάσσονται αποκλειστικά για τις αρχές αυτού του Κράτους από το εσωτερικό
του δίκαιο.
Αρθρο 5
Ποινικοποίηση της συμμετοχής σε οργανωμένη εγκληματική ομάδα
1. Κάθε Κράτος Μέρος οφείλει να υιοθετήσει τα νομοθετικά και άλλα μέσα που
μπορεί να είναι απαραίτητα για να θεσπιστούν τα εξής ως ποινικά αδικήματα,
όταν τελούνται με πρόθεση:
(α) Οποιοδήποτε από τα ακόλουθα δύο ή και τα δύο ως ποινικά αδικήματα,
ξεχωριστά από αυτά που αφορούν την απόπειρα ή ολοκλήρωση της αξιόποινης
δραστηριότητας:
ι. Συμφωνία με ένα ή περισσότερα άλλα πρόσωπα τέλεσης σοβαρού εγκλήματος,
για σκοπό που αφορά άμεσα ή έμμεσα την απόκτηση οικονομικού ή άλλου υλικού
οφέλους και, εφόσον απαιτείται από την εσωτερική νομοθεσία, συνεπάγεται πράξη
που επιχειρήθηκε από συμμέτοχο για την προαγωγή της συμφωνίας ή αφορά
οργανωμένη εγκληματική ομάδα
ιι. Συμπεριφορά από πρόσωπο το οποίο, γνωρίζοντας είτε το σκοπό και τη
γενική εγκληματική δραστηριότητα μιας οργανωμένης εγκληματικής ομάδας ή την
πρόθεση της να τελέσει τα εν λόγω αδικήματα, συμμετέχει ενεργά:
α. σε εγκληματικές δραστηριότητες της οργανωμένης εγκληματικής ομάδας
β. σε άλλες δραστηριότητες της οργανωμένης εγκληματικής ομάδας γνωρίζοντας
ότι η συμμετοχή του θα συνεισφέρει στην επίτευξη του εγκληματικού σκοπού που
περιγράφεται πιο πάνω.
(β) Οργάνωση, διεύθυνση, συνδρομή, υποκίνηση, διευκόλυνση ή παροχή συμβουλών
για την τέλεση σοβαρού εγκλήματος από οργανωμένη εγκληματική ομάδα.
2. Η γνώση, η πρόθεση, οι επιδιώξεις, ο σκοπός, ή η συμφωνία που αναφέρεται
στην παράγραφο 1 του άρθρου τούτου, μπορεί να συνάγεται από αντικειμενικές
πραγματικές περιστάσεις.
3. Τα Κράτη Μέρη, η εσωτερική νομοθεσία των οποίων απαιτεί εμπλοκή
οργανωμένης εγκληματικής ομάδας για τους σκοπούς των αδικημάτων που
θεσπίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 (α) (ι) του άρθρου αυτού, διασφαλίζουν
ότι η εσωτερική νομοθεσία τους καλύπτει όλα τα σοβαρά εγκλήματα στα οποία
εμπλέκονται οργανωμένες εγκληματικές ομάδες. Αυτά τα Κράτη Μέρη, καθώς και τα
Κράτη Μέρη, που η εσωτερική νομοθεσία τους απαιτεί πράξη για την προαγωγή της
συμφωνίας προς επίτευξη των σκοπών των αδικημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με
την παράγραφο (1) (α) (ι) του άρθρου αυτού, ενημερώνουν σχετικά το Γενικό
Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών κατά το χρόνο υπογραφής ή κατάθεσης του εγγράφου
επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης ή προσχώρησης στην παρούσα Σύμβαση.
Αρθρο 6
Ποινικοποίηση της νομιμοποίησης προϊόντων εγκλήματος
1. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της
εσωτερικής νομοθεσίας του, τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία
για να θεσπιστούν ως εγκλήματα, όταν τελούνται από πρόθεση:
(α) (ι) Η μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας, εν γνώσει του ότι η εν λόγω
περιουσία είναι προϊόν εγκλήματος, με σκοπό να αποκρύβει ή να συγκαλυφθεί η
παράνομη προέλευση της περιουσίας ή να παρασχεθεί βοήθεια σε οποιοδήποτε
πρόσωπο που εμπλέκεται στην τέλεση του βασικού εγκλήματος να αποφύγει τις
έννομες συνέπειες των πράξεων του,
(ιι) Η απόκρυψη ή συγκάλυψη της πραγματικής φύσης, πηγής, τοποθεσίας,
διάθεσης, μετακίνησης ή ιδιοκτησίας ή δικαιωμάτων σχετικών με περιουσία, εν
γνώσει του ότι η περιουσία αυτή είναι προϊόν εγκλήματος.
(β) Με την επιφύλαξη των βασικών εννοιών του νομικού του συστήματος:
(ι) Η κτήση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά το χρόνο λήψης, ότι
η εν λόγω περιουσία είναι προϊόν εγκλήματος
(ιι) Η συμμετοχή, ένωση ή συμφωνία για τέλεση, απόπειρα τέλεσης και
συνδρομή, υποκίνηση, διευκόλυνση και παροχή συμβουλών για την τέλεση
οποιωνδήποτε εγκλημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με άρθρο αυτό.
2. Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου τούτου:
(α) Κάθε Κράτος Μέρος οφείλει να προσπαθήσει να εφαρμόσει την παράγραφο 1
του άρθρου αυτού στο ευρύτερο φάσμα βασικών εγκλημάτων.
(β) Κάθε Κράτος Μέρος οφείλει να συμπεριλάβει ως βασικά εγκλήματα όλα τα
σοβαρά εγκλήματα, όπως αυτά προβλέπονται στο άρθρο 2, και τα εγκλήματα που
θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 5, 8 και 23 της Σύμβασης. Τα Κράτη Μέρη, που
η νομοθεσία τους περιέχει κατάλογο συγκεκριμένων βασικών εγκλημάτων,
οφείλουν, κατ’ ελάχιστο όριο, να συμπεριλαμβάνουν στον κατάλογο αυτό ένα
πλήρες φάσμα εγκλημάτων που συνδέονται με οργανωμένες εγκληματικές ομάδες.
(γ) Για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (β), τα βασικά εγκλήματα
περιλαμβάνουν εγκλήματα που τελούνται εντός και εκτός της δικαιοδοσίας ενός
Κράτους Μέρους. Ωστόσο, τα εγκλήματα που τελούνται εκτός της δικαιοδοσίας
Κράτους Μέρους συνιστούν βασικά εγκλήματα, μόνο όταν η σχετική συμπεριφορά
αποτελεί ποινικό αδίκημα σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του Κράτους όπου
τελείται και θα αποτελούσε ποινικό αδίκημα, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο
του Κράτους Μέρους που υλοποιεί ή εφαρμόζει το άρθρο αυτό, αν είχε τελεστεί
στο έδαφός του.
(δ) Κάθε Κράτος Μέρος χορηγεί αντίγραφα των νόμων του που εκδίδονται σε
εφαρμογή του άρθρου τούτου και τυχόν μετέπειτα τροποποιήσεων των νόμων αυτών
ή περιγραφή τους στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.
(ε) Εάν συμβιβάζεται με τις θεμελιώδεις αρχές του εσωτερικού δικαίου ενός
Κράτους Μέρους, μπορεί να προβλεφθεί ότι τα αδικήματα που αναφέρονται στην
παράγραφο 1 του άρθρου αυτού δεν ισχύουν για πρόσωπα που τέλεσαν τα βασικά
εγκλήματα.
(στ) Η γνώση, η πρόθεση ή ο σκοπός που απαιτείται ως στοιχείο εγκλήματος που
προβλέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, μπορεί να συνάγεται από
αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις.
Αρθρο 7
Μέτρα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης προϊόντων εγκλήματος
1. Κάθε Κράτος Μέρος:
α. Θεσπίζει στο εσωτερικό του μέτρα, με τα οποία μπορεί να ρυθμίζεται και
εποπτεύεται αποτελεσματικά η λειτουργία τραπεζών και μη τραπεζικών πιστωτικών
ιδρυμάτων ή άλλων φορέων, οι οποίοι, λόγω της δραστηριότητας τους,
προσφέρονται ιδιαίτερα στη νομιμοποίηση προϊόντων εγκλήματος. Τα μέτρα αυτά
έχουν σκοπό να εντοπίζουν και αποτρέπουν όλες τις μορφές νομιμοποίησης
προϊόντων εγκλήματος, πρέπει δε να είναι ιδιαιτέρως κατάλληλα για τον
προσδιορισμό της ταυτότητας πελατών, την τήρηση αρχείων και την καταγγελία
ύποπτων συναλλαγών.
β. Διασφαλίζει, με την επιφύλαξη των άρθρων 18 και 27 της Σύμβασης αυτής,
ότι οι διοικητικές, ρυθμιστικές, αστυνομικές και άλλες αρχές, που είναι
επιφορτισμένες με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης προϊόντων εγκλήματος
(στις οποίες περιλαμβάνονται και οι δικαστικές, σε όσες περιπτώσεις
προβλέπεται από την εσωτερική νομοθεσία) θα μπορούν να συνεργάζονται και να
ανταλλάσσουν πληροφορίες σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, με τις προϋποθέσεις
που ορίζει το εσωτερικό τους δίκαιο. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού,
οφείλουν να εξετάσουν τη δημιουργία μονάδας χρηματοοικονομικών πληροφοριών, η
οποία θα αποτελέσει το εθνικό κέντρο για τη συλλογή, ανάλυση και διανομή
πληροφοριών, που σχετίζονται με πιθανές πράξεις νομιμοποίησης προϊόντων
εγκλήματος.
2. Τα Κράτη Μέρη οφείλουν να εξετάσουν τη λήψη μέτρων, πρόσφορων για τον
εντοπισμό και παρακολούθηση της κίνησης μετρητών και εμπορεύσιμων τίτλων στα
σύνορα τους, υπό εγγυήσεις που διασφαλίζουν την προσήκουσα χρήση των
πληροφοριών, χωρίς να παρεμποδίζεται με κανένα τρόπο η κίνηση νομίμων
κεφαλαίων. Τα μέτρα αυτά μπορούν να προβλέπουν ότι άτομα και επιχειρήσεις
υποχρεούνται να δηλώνουν τις διασυνοριακές μετακινήσεις σημαντικών ποσοτήτων
μετρητών και εμπορεύσιμων τίτλων.
3. Κατά τη θέσπιση ενός εσωτερικού ρυθμιστικού και εποπτικού καθεστώτος
σύμφωνα με τους όρους του άρθρου αυτού και με την επιφύλαξη οιουδήποτε άλλου
άρθρου της Συμβάσεως, τα Κράτη Μέρη καλούνται να λαμβάνουν υπόψη τους τις
σχετικές πρωτοβουλίες περιφερειακών, διαπεριφερειακών και πολυμερών
οργανισμών κατά της νομιμοποίησης προϊόντων εγκλήματος.
4. Τα Κράτη Μέρη οφείλουν να προσπαθήσουν να αναπτύξουν και προαγάγουν την
παγκόσμια, περιφερειακή, υποπεριφερειακή και διμερή συνεργασία μεταξύ
δικαστικών, αστυνομικών και οικονομικών αρχών, για την καταπολέμηση της
νομιμοποίησης προϊόντων εγκλήματος.
Αρθρο 8
Ποινικοποίηση της διαφθοράς
1. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα αναγκαία νομοθετικά και άλλα μέτρα, για
να θεσπισθούν ως ποινικά αδικήματα, όταν τελούνται με πρόθεση:
(α) Η υπόσχεση, προσφορά ή παροχή σε δημόσιο λειτουργό, αμέσως ή εμμέσως, μη
οφειλόμενου ωφελήματος, για τον ίδιο ή για άλλο φυσικό πρόσωπο ή οντότητα,
προκειμένου να προβεί σε πράξη ή παράλειψη που ανάγεται στα υπηρεσιακά
καθήκοντά του.
(β) Η απαίτηση ή αποδοχή από δημόσιο λειτουργό, αμέσως ή εμμέσως, μη
οφειλόμενου ωφελήματος, για τον εαυτό του ή άλλο φυσικό πρόσωπο ή οντότητα,
προκειμένου να προβεί σε πράξη ή παράλειψη που ανάγεται στα υπηρεσιακά
καθήκοντά του.
2. Κάθε Κράτος Μέρος στοχεύει στην υιοθέτηση των αναγκαίων νομοθετικών και
άλλων μέτρων για να θεσπισθούν ως ποινικά αδικήματα οι πράξεις που
αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, όταν εμπλέκεται αλλοδαπός
δημόσιος υπάλληλος ή υπάλληλος διεθνούς οργανισμού. Ομοίως, κάθε Κράτος Μέρος
εξετάζει τη δυνατότητα να θεσπισθούν ως ποινικά αδικήματα και άλλες μορφές
διαφθοράς.
3. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί επίσης τα μέτρα που είναι αναγκαία για να
θεσπισθεί ως ποινικό αδίκημα η συμμετοχή στα εγκλήματα που θεσπίζονται με το
άρθρο αυτό.
4. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού και του άρθρου 9 της
Σύμβασης, ως «δημόσιος υπάλληλος» νοείται ο υπάλληλος ή το πρόσωπο που
παρέχει δημόσια υπηρεσία, όπως ορίζεται στο εσωτερικό δίκαιο και εφαρμόζεται
στο ποινικό δίκαιο του Κράτους Μέρους, στο οποίο το εν λόγω πρόσωπο εκτελεί
την υπηρεσία αυτή.
Αρθρο 9
Μέτρα κατά της διαφθοράς
1. Εκτός από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 8 της Σύμβασης, κάθε
Κράτος Μέρος, στην προσήκουσα έκταση και σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο,
υιοθετεί αποτελεσματικά νομοθετικά, διοικητικά και άλλα μέτρα, για την
ενίσχυση της υπηρεσιακής ακεραιότητας και την πρόληψη, εντοπισμό και τιμωρία
της διαφθοράς των δημόσιων λειτουργών.
2. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει μέτρα για να διασφαλίσει την αποτελεσματική
δράση των αρχών του στην πρόληψη, εντοπισμό και τιμωρία της διαφθοράς των
δημόσιων λειτουργών, στα οποία περιλαμβάνεται και η παροχή στις αρχές αυτές
επαρκούς ανεξαρτησίας, για την αποτροπή κάθε ανάρμοστης επιρροής στις
ενέργειές τους.
Αρθρο 10
Ευθύνη νομικών προσώπων
1. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα μέτρα που είναι αναγκαία, σύμφωνα με τις
αρχές του δικαίου του, προκειμένου να θεσπίσει την ευθύνη νομικών προσώπων
για τη συμμετοχή σε σοβαρά εγκλήματα, στα οποία εμπλέκεται οργανωμένη
εγκληματική ομάδα, καθώς και στα εγκλήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τα
άρθρα 5, 6, 8 και 23 της Σύμβασης αυτής.
2. Με την επιφύλαξη των αρχών του δικαίου του Κράτους Μέρους η ευθύνη των
νομικών προσώπων μπορεί να είναι ποινική, αστική ή διοικητική.
3. Η εν λόγω ευθύνη δεν επηρεάζει την ποινική ευθύνη των φυσικών προσώπων
που τέλεσαν τα εγκλήματα.
4. Κάθε Κράτος Μέρος διασφαλίζει, ειδικώς, ότι τα νομικά πρόσωπα που υπέχουν
ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο αυτό, υπόκεινται σε αποτελεσματικές, αναλογικές
και αποτρεπτικές ποινικές ή μη ποινικές κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένων των
χρηματικών κυρώσεων.
Αρθρο 11
Δίωξη, εκδίκαση και κυρώσεις
1. Κάθε Κράτος Μέλος, για την τέλεση αδικήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με τα
άρθρα 5, 6, 8 και 23 της Σύμβασης, επιβάλει κυρώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τη
βαρύτητα του αδικήματος αυτού.
2. Κάθε Κράτος Μέρος προσπαθεί να διασφαλίσει ότι όλες οι κατά το εσωτερικό
του δίκαιο διακριτικές νομικές εξουσίες που αφορούν τη δίωξη προσώπων για
αδικήματα τα οποία προβλέπονται από τη Σύμβαση αυτή, ασκούνται για τη
μεγιστοποίηση της δραστικότητας των μέτρων επιβολής του νόμου σε σχέση με τα
αδικήματα αυτά και με τη δέουσα προσοχή στην ανάγκη να περιορισθεί η τέλεση
τέτοιων αδικημάτων.
3. Προκειμένου για αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 5, 6, 8 και
23 της Σύμβασης, κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με το
εσωτερικό του δίκαιο και με τον οφειλόμενο σεβασμό στα δικαιώματα της
υπεράσπισης, για να διασφαλίσει ότι οι όροι που τίθενται σε αποφάσεις
απόλυσης σε εκκρεμή δίκη ή για την άσκηση έφεσης, λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη
να εξασφαλίζεται η παρουσία του κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία που
ακολουθεί.
4. Κάθε Κράτος Μέρος διασφαλίζει ότι τα δικαστήρια του ή άλλες αρμόδιες
αρχές λαμβάνουν υπόψη τη βαρύτητα των αδικημάτων που καλύπτονται από τη
Σύμβαση αυτή, όταν εξετάζουν το ενδεχόμενο προσωρινής ή υφ’ όρον απόλυσης
προσώπων, που έχουν καταδικασθεί για τέτοια αδικήματα.
5. Κάθε Κράτος Μέρος θεσπίζει, κατά τις περιστάσεις και σύμφωνα με το
εσωτερικό του δίκαιο, μακρά περίοδο παραγραφής, εντός της οποίας πρέπει να
αρχίζουν οι διαδικασίες για κάθε αδίκημα που καλύπτεται από τη Σύμβαση αυτή
και μία μεγαλύτερη περίοδο, όταν ο φερόμενος ως δράστης φυγοδικεί.
6. Καμία διάταξη της Σύμβασης δεν αναιρεί την αρχή ότι η στοιχειοθέτηση των
αδικημάτων που έχουν θεσπισθεί σύμφωνα με αυτή και τα προσήκοντα νομικά μέσα
υπεράσπισης ή άλλες νομικές αρχές, με βάση τις οποίες ελέγχεται η νομιμότητα
της συμπεριφοράς, επιφυλάσσονται υπέρ του εσωτερικού δικαίου κάθε Κράτους
Μέρους και ότι τα ανωτέρω αδικήματα διώκονται και τιμωρούνται σύμφωνα με το
δίκαιο αυτό.
Αρθρο 12
Κατάσχεση και δήμευση
1. Τα Κράτη Μέρη υιοθετούν, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό μέσα στα πλαίσια
της εσωτερικής νομοθεσίας τους, τα μέτρα που είναι αναγκαία για να είναι
δυνατή η δήμευση:
(α) Προϊόντων εγκλήματος, που προέρχονται από αδικήματα στα οποία αφορά η
Σύμβαση αυτή, ή περιουσίας, η αξία της οποίας αντιστοιχεί στην αξία των εν
λόγω προϊόντων.
(β) Περιουσίας, εξοπλισμού ή άλλων μέσων που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται
να χρησιμοποιηθούν σε εγκλήματα, στα οποία αφορά η Σύμβαση αυτή.
2. Τα Κράτη Μέρη υιοθετούν τα μέτρα που είναι αναγκαία για να διευκολυνθεί ο
προσδιορισμός της ταυτότητας, η ανίχνευση, η δέσμευση ή η κατάσχεση κάθε
αντικειμένου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, προς το σκοπό
ενδεχόμενης δήμευσης.
3. Εάν τα προϊόντα εγκλήματος μεταποιήθηκαν ή μετατράπηκαν, εν όλω ή εν
μέρει, σε άλλη περιουσία, η εν λόγω περιουσία υπόκειται στα μέτρα που
αναφέρονται στο άρθρο αυτό, αντί για το προϊόν.
4. Εάν τα προϊόντα του εγκλήματος αναμίχθηκαν με περιουσία που αποκτήθηκε
νομίμως, η περιουσία αυτή, και αν ακόμη δεσμεύτηκε ή κατασχέθηκε εξ
ολοκλήρου, υπόκειται σε δήμευση μέχρι του ποσού, στο οποίο εκτιμάται η αξία
του αναμιχθέντος προϊόντος.
5. Εισοδήματα ή άλλα οφέλη που προέρχονται από προϊόντα εγκλήματος, από
περιουσία στην οποία μεταποιήθηκαν ή μετατράπηκαν τα προϊόντα εγκλήματος ή
από περιουσία με την οποία αναμίχθηκαν τα προϊόντα εγκλήματος υπόκεινται
επίσης στα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, με τον ίδιο τρόπο και στον
ίδιο βαθμό όπως τα προϊόντα του εγκλήματος.
6. Για τους σκοπούς του άρθρου τούτου και του άρθρου 13 της Σύμβασης, κάθε
Κράτος Μέρος παρέχει την εξουσία στα δικαστήρια του ή σε άλλες αρμόδιες αρχές
να διατάσσουν την επίδειξη ή κατάσχεση τραπεζικών, οικονομικών ή εμπορικών
αρχείων. Τα Κράτη Μέρη δεν μπορούν να αρνηθούν τη συμμόρφωσή τους προς τις
διατάξεις της παραγράφου αυτής, επικαλούμενα το τραπεζικό απόρρητο.
7. Τα Κράτη Μέρη μπορούν να εξετάσουν τη δυνατότητα να απαιτήσουν από τον
δράστη να αποδείξει τη νόμιμη προέλευση αυτών που φέρονται ως προϊόντα
εγκλήματος ή άλλης περιουσίας που μπορεί να δημευθεί, στο μέτρο που η
απαίτηση αυτή είναι σύμφωνη με τις αρχές του εσωτερικού τους δικαίου και με
τη φύση των δικαστικών και άλλων διαδικασιών.
8. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν ερμηνεύονται προς βλάβη των δικαιωμάτων
των καλόπιστων τρίτων.
9. Καμία διάταξη του άρθρου τούτου δε θίγει την αρχή ότι τα μέτρα που
αναφέρονται σε αυτό, καθορίζονται και εφαρμόζονται σύμφωνα με τις διατάξεις
του εσωτερικού δικαίου κάθε Κράτους Μέρους.
Αρθρο 13
Διεθνής συνεργασία για τη δήμευση
1. Κάθε Κράτος Μέρος που λαμβάνει από άλλο Κράτος Μέρος, το οποίο έχει
δικαιοδοσία για αδίκημα που αναφέρεται στη Σύμβαση αυτή, αίτηση για τη
δήμευση προϊόντων εγκλήματος, περιουσίας, εξοπλισμού ή άλλων μέσων, από αυτά
που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 της Σύμβασης και βρίσκονται στην
επικράτειά του, οφείλει, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό που επιτρέπει το
εσωτερικό νομικό του σύστημα:
α) Να προωθήσει την αίτηση στις αρμόδιες αρχές του, προκειμένου να επιτύχει
απόφαση για δήμευση και, εάν μια τέτοια απόφαση εκδοθεί, να την εκτελέσει, ή
β) Να προωθήσει στις αρμόδιες αρχές του, προκειμένου να εκτελέσουν στο βαθμό
που ζητείται, απόφαση δικαστηρίου του αιτούντος Κράτους Μέρους, η οποία
εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 της Σύμβασης αυτής, κατά το
μέρος που αφορά τη δήμευση προϊόντων εγκλήματος, περιουσίας, εξοπλισμού ή
άλλων μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 της Σύμβασης και
βρίσκονται στην επικράτειά του Κράτους Μέρους, που είναι αποδέκτης της
αίτησης.
2. Για την ικανοποίηση αίτησης που έγινε από άλλο Κράτος Μέρος, το οποίο
έχει δικαιοδοσία για αδίκημα που αναφέρεται στη Σύμβαση, το Κράτος Μέρος το
οποίο είναι αποδέκτης αυτής οφείλει να λάβει μέτρα για τον προσδιορισμό της
ταυτότητας, την εξιχνίαση, τη δέσμευση ή την κατάσχεση προϊόντων εγκλήματος,
περιουσίας, εξοπλισμού ή άλλων μέσων, που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος
1 της Σύμβασης, προς το σκοπό τελικής δήμευσης, η οποία διατάσσεται είτε από
το αιτούν Κράτος Μέρος ή από το Κράτος Μέρος που είναι αποδέκτης της αίτησης
και σε εκτέλεση αυτής, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου τούτου.
3. Οι διατάξεις του άρθρου 18 της Σύμβασης εφαρμόζονται, mutatismutandis,
και στο άρθρο αυτό. Εκτός από τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο
15 του άρθρου 18, οι αιτήσεις που υποβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου
τούτου, πρέπει να περιλαμβάνουν:
α) Εάν η αίτηση αφορά την παράγραφο 1 (α), περιγραφή της περιουσίας που
πρέπει να δημευθεί και έκθεση των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν την
αίτηση του Κράτους Μέρους, επαρκή για να μπορέσει το Κράτος Μέρος που είναι
αποδέκτης αυτής να ζητήσει την έκδοση απόφασης, σύμφωνα με το εσωτερικό του
δίκαιο.
β) Εάν η αίτηση αφορά την παράγραφο 1 (β), νομικά αποδεκτό αντίγραφο της
απόφασης που διέταξε τη δήμευση, επί της οποίας βασίσθηκε η αίτηση, και η
οποία έχει εκδοθεί από το αιτούν Κράτος Μέρος, έκθεση των πραγματικών
περιστατικών και πληροφορίες για το μέτρο, στο οποίο ζητείται η εκτέλεση της
απόφασης.
γ) Εάν η αίτηση αφορά την παράγραφο 2, έκθεση των πραγματικών περιστατικών
που στηρίζουν την αίτηση του Κράτους Μέρους και περιγραφή των ενεργειών που
ζητούνται.
4. Οι αποφάσεις ή ενέργειες που προβλέπονται από τις παραγράφους 1 και 2 του
άρθρου αυτού, διενεργούνται από το Κράτος Μέρος που είναι αποδέκτης της
αίτησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού του δικαίου και τους
δικονομικούς κανόνες αυτού ή τις τυχόν διμερείς ή πολυμερείς συνθήκες,
συμφωνίες ή διακανονισμούς, βάσει των οποίων μπορεί να δεσμεύεται έναντι του
αιτούντος Κράτους Μέρους.
5. Κάθε Κράτος Μέρος οφείλει να καταθέτει στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων
Εθνών αντίγραφα των νόμων και κανονισμών του που εκδίδονται σε εκτέλεση του
άρθρου αυτού, καθώς και κάθε μεταγενέστερης τροποποίησης τέτοιων νόμων ή
κανονισμών.
6. Εάν ένα Κράτος Μέρος θέλει να εξαρτήσει τη λήψη των μέτρων που
αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού από την ύπαρξη σχετικής
συμφωνίας, αυτό το Κράτος Μέρος οφείλει να θεωρήσει την παρούσα Σύμβαση ως
αναγκαία και επαρκή προς τούτο συμβατική βάση.
7. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να αρνηθεί συνεργασία κατά το άρθρο αυτό, αν το
αδίκημα που αναφέρεται στην αίτηση δεν είναι από εκείνα που προβλέπονται στη
Σύμβαση.
8. Οι διατάξεις του άρθρου τούτου δεν πρέπει να ερμηνεύονται προς βλάβη των
δικαιωμάτων των καλόπιστων τρίτων.
9. Τα Κράτη Μέρη οφείλουν να εξετάσουν τη δυνατότητα για σύναψη διμερών ή
πολυμερών συνθηκών, συμφωνιών ή διακανονισμών, που βελτιώνουν την
αποτελεσματικότητα της διεθνούς συνεργασίας, η οποία αναλαμβάνεται σε
εφαρμογή του άρθρου αυτού.
Αρθρο 14
Διάθεση προϊόντων εγκλήματος ή περιουσίας που δημεύθηκαν
1. Προϊόντα εγκλήματος ή περιουσία που δημεύθηκαν από ένα Κράτος Μέρος κατά
τα άρθρα 12 ή 13 παράγραφος 1 αυτής της Σύμβασης διατίθενται από αυτό το
Κράτος Μέρος σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο και τις διοικητικές του
διαδικασίες.
2. Τα Κράτη Μέρη, όταν ενεργούν ύστερα από αίτηση άλλου Κράτους Μέρους,
σύμφωνα με το άρθρο 13 της Σύμβασης, στην έκταση που επιτρέπει το εσωτερικό
τους δίκαιο και αν τούτο τους ζητείται, δίνουν προτεραιότητα στην επιστροφή
των προϊόντων του εγκλήματος ή της περιουσίας που δημεύθηκαν στο αιτούν
Κράτος Μέρος, ώστε το τελευταίο να μπορέσει να αποζημιώσει τους παθόντες εκ
του εγκλήματος ή να αποδώσει τα προϊόντα αυτά ή την περιουσία στους νόμιμους
ιδιοκτήτες της.
3. Το Κράτος Μέρος που ενεργεί μετά από αίτηση άλλου Κράτους Μέρους
σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 της Σύμβασης, εξετάζει ειδικά τη δυνατότητα
σύναψης συμφωνιών ή διακανονισμών που προβλέπουν:
(α) Τη συνεισφορά της αξίας προϊόντων εγκλήματος ή περιουσίας ή κεφαλαίων
που προέρχονται από την πώληση προϊόντων εγκλήματος ή μέρους αυτών στο
λογαριασμό που δημιουργείται κατά την παράγραφο 2 (γ) του άρθρου 30 αυτής της
Σύμβασης και σε διακυβερνητικούς φορείς που ειδικεύονται στη καταπολέμηση του
οργανωμένου εγκλήματος.
(β) Τη διανομή με άλλα Κράτη Μέρη σε τακτική ή κατά περίσταση βάση, σύμφωνα
με το εσωτερικό του δίκαιο ή τις διοικητικές διαδικασίες, προϊόντων
εγκλήματος ή περιουσίας ή κεφαλαίων που προέρχονται από την πώληση τέτοιων
προϊόντων εγκλήματος ή περιουσίας.
Αρθρο 15
Δικαιοδοσία
1. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί τα μέτρα που είναι αναγκαία για την ίδρυση
της δικαιοδοσίας του επί των αδικημάτων που θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρθρα
5, 6, 8 και 23 της Σύμβασης όταν:
(α) Το αδίκημα τελέστηκε στην επικράτεια του εν λόγω Κράτους Μέρους, ή
(β) Το αδίκημα τελέστηκε επί πλοίου που φέρει τη σημαία του εν λόγω Κράτους
Μέρους ή επί αεροσκάφους νηολογημένου σύμφωνα με τους νόμους του εν λόγω
Κράτους Μέρους κατά το χρόνο τέλεσης του αδικήματος.
2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 της Σύμβασης αυτής, ένα Κράτος Μέρος
μπορεί επίσης να ιδρύσει τη δικαιοδοσία του για τέτοια αδικήματα όταν:
(α) Το αδίκημα τελείται κατά υπηκόου του εν λόγω Κράτους Μέρους.
(β) Το αδίκημα τελείται από υπήκοο του εν λόγω Κράτους Μέρους ή από
απάτριδα, που έχει τη συνήθη διαμονή του στην επικράτειά του, ή
(γ) Το αδίκημα:
(ι) είναι ένα από αυτά που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1
της Σύμβασης και τελείται έξω από την επικράτειά του, με σκοπό την διάπραξη
σοβαρού εγκλήματος μέσα στην επικράτειά του,
(ιι) είναι ένα από αυτά που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1
(β) (ιι), της Σύμβασης και τελείται έξω από την επικράτειά του, με σκοπό την
διάπραξη αδικήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 (α) (ι)
ή (ιι) ή (β) (ι), της Σύμβασης μέσα στην επικράτειά του.
3. Για τους σκοπούς του άρθρου 16 παράγραφος 10, κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί
τα μέτρα που είναι αναγκαία για να ιδρύσει τη δικαιοδοσία του επί των
αδικημάτων που προβλέπονται στη Σύμβαση, όταν ο φερόμενος ως δράστης
βρίσκεται στην επικράτειά του και δεν τον εκδίδει, για τον αποκλειστικό λόγο
ότι είναι υπήκοός του.
4. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί επίσης να υιοθετήσει μέτρα που είναι αναγκαία
για να ιδρύσει τη δικαιοδοσία του επί των αδικημάτων που προβλέπονται στη
Σύμβαση, όταν ο φερόμενος ως δράστης βρίσκεται στην επικράτειά του και δεν
τον εκδίδει.
5. Εάν ένα Κράτος Μέρος που ασκεί τη δικαιοδοσία του σύμφωνα με την
παράγραφο 1 ή 2 του άρθρου αυτού έχει ενημερωθεί, ή πληροφορήθηκε με άλλο
τρόπο, ότι ένα ή περισσότερα Κράτη Μέρη διεξάγουν έρευνα, δίωξη ή δικαστική
διαδικασία για την ίδια πράξη, οι αρμόδιες αρχές των εν λόγω Κρατών Μερών θα
διαβουλεύονται καταλλήλως μεταξύ τους για να συντονίσουν τις ενέργειές τους.
6. Με την επιφύλαξη των κανόνων του γενικού διεθνούς δικαίου, η Σύμβαση αυτή
δεν αποκλείει την άσκηση ποινικής δικαιοδοσίας από ένα Κράτος Μέρος, σύμφωνα
με το εσωτερικό του δίκαιο.
Αρθρο 16
Εκδοση
1. Το άρθρο τούτο εφαρμόζεται για τα αδικήματα που καλύπτονται από τη
Σύμβαση αυτή ή για περιπτώσεις όπου, σε αδίκημα που αναφέρεται στο άρθρο 3
παράγραφος 1 (α) ή (β) εμπλέκεται οργανωμένη εγκληματική ομάδα και το πρόσωπο
που αποτελεί αντικείμενο της αίτησης έκδοσης βρίσκεται στο Κράτος Μέρος
αποδέκτη της αίτησης, υπό την προϋπόθεση ότι το αδίκημα για το οποίο ζητείται
η έκδοση τιμωρείται σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του αιτούντος Κράτους
Μέρους και του Κράτους Μέρους αποδέκτη της αίτησης.
2. Εάν η αίτηση έκδοσης περιλαμβάνει περισσότερα του ενός ξεχωριστά σοβαρά
εγκλήματα, ορισμένα από τα οποία δεν καλύπτονται από το άρθρο αυτό, το Κράτος
Μέρος αποδέκτης της αίτησης μπορεί να εφαρμόσει το άρθρο τούτο και στα
τελευταία αδικήματα,
3. Κάθε ένα από τα αδικήματα για τα οποία ισχύει το άρθρο αυτό θεωρείται ότι
περιλαμβάνεται ως αδίκημα για το οποίο επιτρέπεται η έκδοση σε κάθε συμφωνία
έκδοσης που υφίσταται μεταξύ των Κρατών Μερών. Τα Κράτη Μέρη αναλαμβάνουν την
υποχρέωση να περιλάβουν τα εν λόγω αδικήματα ως αδικήματα για τα οποία
επιτρέπεται η έκδοση σε κάθε συμφωνία έκδοσης που θα συναφθεί μεταξύ τους.
4. Εάν ένα Κράτος Μέρος, το οποίο εξαρτά την έκδοση από τον όρο ύπαρξης
συμφωνίας, λάβει αίτηση έκδοσης από άλλο Κράτος Μέρος με το οποίο δεν έχει
συμφωνία έκδοσης, μπορεί να θεωρήσει τη Σύμβαση αυτή ως τη νομική βάση για
την έκδοση, σε σχέση με αδίκημα για το οποίο εφαρμόζεται το άρθρο τούτο.
5. Τα Κράτη Μέρη που εξαρτούν την έκδοση από τον όρο ύπαρξης συμφωνίας,
οφείλουν:
(α) Κατά το χρόνο κατάθεσης του εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή
προσχώρησής τους στη Σύμβαση, να ενημερώσουν το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων
Εθνών αν θα έχουν τη Σύμβαση αυτή ως νομική βάση συνεργασίας για την έκδοση
με άλλα Κράτη Μέρη της Σύμβασης, και
(β) Εάν δεν έχουν τη Σύμβαση αυτή ως νομική βάση συνεργασίας για την έκδοση,
μεριμνούν, όπου είναι απαραίτητο, να συνάψουν συμφωνίες έκδοσης με άλλα Κράτη
Μέρη της Σύμβασης, προκειμένου να εφαρμόσουν το άρθρο τούτο.
6. Τα Κράτη Μέρη που δεν εξαρτούν την έκδοση από τον όρο της ύπαρξης
συμφωνίας, αναγνωρίζουν τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, ως
αδικήματα για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση στις μεταξύ τους σχέσεις.
7. Η έκδοση υπόκειται στις προϋποθέσεις που προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο
του Κράτους Μέρους αποδέκτη της αίτησης ή προβλέπουν οι ισχύουσες συμφωνίες
έκδοσης, στις οποίες περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι προϋποθέσεις
σχετικά με το ελάχιστο της ποινής που απαιτείται για την έκδοση και τους
λόγους για τους οποίους το Κράτος Μέρος αποδέκτης της αίτησης μπορεί να
αρνηθεί την έκδοση.
8. Τα Κράτη Μέρη, τηρώντας το εσωτερικό τους δίκαιο, μεριμνούν για την
επίσπευση των διαδικασιών έκδοσης και την απλούστευση των απαιτήσεων
απόδειξης που τις αφορούν, σε σχέση με οποιοδήποτε αδίκημα για το οποίο
εφαρμόζεται το άρθρο τούτο.
9. Τηρώντας τις διατάξεις του εσωτερικού του δικαίου και τις συνθήκες
έκδοσης που το δεσμεύουν, το Κράτος Μέρος αποδέκτης της αίτησης, αφού πεισθεί
ότι οι περιστάσεις το υποδεικνύουν ως επείγον και εφόσον το ζητήσει άλλο
Κράτος Μέρος, μπορεί να συλλάβει πρόσωπο του οποίου ζητείται η έκδοση και
βρίσκεται στην επικράτειά του ή να λάβει άλλα κατάλληλα μέτρα για να
διασφαλίσει την παρουσία του στη διαδικασία έκδοσης.
10. Κράτος Μέρος, στην επικράτεια του οποίου βρίσκεται ο φερόμενος ως
δράστης, αν δεν εκδώσει το εν λόγω πρόσωπο για αδίκημα που αναφέρεται στο
άρθρο αυτό, μόνο για το λόγο ότι είναι ένας από τους υπηκόους του, μετά από
αίτηση του Κράτους Μέρους που ζητά την έκδοση, υποχρεούται να υποβάλει την
υπόθεση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές του, με σκοπό τη
δίωξη. Οι εν λόγω αρχές λαμβάνουν την απόφαση τους και διεξάγουν τη
διαδικασία τους με τον ίδιο τρόπο, όπως στην περίπτωση άλλου αδικήματος
σοβαρής φύσης, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του Κράτους Μέρους αυτού. Τα
ενδιαφερόμενα Κράτη Μέρη συνεργάζονται μεταξύ τους, ειδικότερα για θέματα
δικονομίας και απόδειξης, προκειμένου να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα
της δίωξης.
11. Όταν το εσωτερικό δίκαιο ενός Κράτους Μέρους επιτρέπει την έκδοση ή την
κατ’ άλλο τρόπο παράδοση ενός από τους υπηκόους του μόνο υπό τον όρο ότι το
πρόσωπο θα επιστραφεί στο εν λόγω Κράτος Μέρος για να εκτίσει την ποινή που
θα επιβληθεί ως αποτέλεσμα της δίκης ή της διαδικασίας για την οποία ζητήθηκε
η έκδοση ή η παράδοση του προσώπου, το δε Κράτος Μέρος αυτό και το Κράτος
Μέρος που ζητά την έκδοση του προσώπου συμφωνούν με την επιλογή αυτή και με
άλλους όρους που ενδεχομένως θεωρηθούν ενδεδειγμένοι, αυτή η υπό αίρεση
έκδοση ή παράδοση είναι επαρκής για την απαλλαγή από την υποχρέωση της
παραγράφου 10 του άρθρου τούτου.
12. Εάν η έκδοση που ζητήθηκε για την εκτέλεση ποινής αποκρουσθεί, επειδή το
πρόσωπο που ζητείται είναι υπήκοος του Κράτους Μέρους αποδέκτη της αίτησης,
το Μέρος που είναι αποδέκτης της αίτησης, αν το επιτρέπει το εσωτερικό του
δίκαιο και σύμφωνα με τις απαιτήσεις του δικαίου αυτού, κατόπιν αιτήματος του
αιτούντος Μέρους, μεριμνά προκειμένου να εκτελεσθεί η ποινή που επιβλήθηκε
σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του αιτούντος Μέρους ή το υπόλοιπο αυτής.
13. Σε κάθε πρόσωπο, εναντίον του οποίου εκκρεμούν διαδικασίες σε σχέση με
οποιοδήποτε από τα αδικήματα για τα οποία εφαρμόζεται το άρθρο αυτό,
παρέχονται εγγυήσεις δίκαιης μεταχείρισης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας,
συμπεριλαμβανομένης της απόλαυσης όλων των δικαιωμάτων και των εγγυήσεων που
προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο του Κράτους Μέρους, στην επικράτεια του οποίου
βρίσκεται το πρόσωπο αυτό.
14. Καμία διάταξη της Σύμβασης δεν ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι επιβάλλει
υποχρέωση έκδοσης, αν το Κράτος Μέρος αποδέκτης της αίτησης έχει σοβαρούς
λόγους να πιστεύει ότι η αίτηση έγινε με σκοπό τη δίωξη ή την τιμωρία
προσώπου λόγω του φύλου, της φυλής, της θρησκείας, της εθνικότητας, της
εθνικής καταγωγής ή των πολιτικών απόψεων του ή ότι η ικανοποίηση της αίτησης
θα βλάψει την κατάσταση του προσώπου για οποιονδήποτε από τους λόγους αυτούς.
15. Τα Κράτη Μέρη δεν μπορούν να αποκρούσουν μια αίτηση έκδοσης,
αποκλειστικά και μόνο επειδή το αδίκημα θεωρείται ότι αφορά και σε
δημοσιονομικά ζητήματα.
16. Πριν αρνηθεί την έκδοση, το Κράτος Μέρος αποδέκτης της αίτησης
διαβουλεύεται με το αιτούν Κράτος Μέρος, προκειμένου να του παράσχει πλήρη
ευκαιρία για να παρουσιάσει τις απόψεις του και να δώσει πληροφορίες σχετικά
με τους ισχυρισμούς του.
17. Τα Κράτη Μέρη επιδιώκουν τη σύναψη διμερών και πολυμερών συμφωνιών ή
διακανονισμών, που διευκολύνουν την εκτέλεση ή βελτιώνουν την
αποτελεσματικότητα τη έκδοσης.
Αρθρο 17
Μεταφορά καταδικασθέντων
Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν τη δυνατότητα σύναψης διμερών ή πολυμερών συμφωνιών
ή διακανονισμών για τη μεταφορά στην επικράτειά τους προσώπων που
καταδικάστηκαν σε φυλάκιση ή άλλες μορφές στέρησης της ελευθερίας για
αδικήματα που προβλέπονται στη Σύμβαση, προκειμένου να συνεχίσουν την έκτιση
των ποινών τους εκεί.
Αρθρο 18
Αμοιβαία δικαστική συνδρομή
1. Τα Κράτη Μέρη παρέχουν αμοιβαίως τον μέγιστο βαθμό δικαστικής συνδρομής
για έρευνες, διώξεις και δικαστικές διαδικασίες, σε σχέση με τα αδικήματα που
αναφέρονται στη Σύμβαση αυτή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3, και παρέχουν
αμοιβαίως όμοια συνδρομή, όταν το αιτούν Κράτος έχει σοβαρούς λόγους να
υποπτεύεται ότι κάποιο αδίκημα, από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 3
παράγραφος 1(α) ή (β), είναι διεθνικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένου ότι οι
παθόντες, οι μάρτυρες, τα προϊόντα, τα μέσα τέλεσης ή οι αποδείξεις τέτοιων
αδικημάτων βρίσκονται στο έδαφος του Κράτους Μέρους αποδέκτη της αίτησης και
ότι στο αδίκημα εμπλέκεται οργανωμένη εγκληματική ομάδα.
2. Η αμοιβαία δικαστική συνδρομή παρέχεται στην ευρύτερη δυνατή έκταση,
σύμφωνα με τους σχετικούς νόμους, τις συνθήκες, τις συμφωνίες και τους
διακανονισμούς του Κράτους Μέρους αποδέκτη της αίτησης, αναφορικά με έρευνες,
διώξεις και δικαστικές διαδικασίες που σχετίζονται με αδικήματα, για τα οποία
ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο κατά το άρθρο 10 της Σύμβασης,
στο αιτούν Κράτος Μέρος.
3. Η αμοιβαία δικαστική συνδρομή που παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό
μπορεί να ζητηθεί για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους σκοπούς:
α. Συλλογή αποδείξεων ή λήψη καταθέσεων από πρόσωπα.
β. Επίδοση δικαστικών εγγράφων.
γ. Διενέργεια ερευνών, κατασχέσεων και δεσμεύσεων.
δ. Εξέταση αντικειμένων και τόπων.
ε. Παροχή πληροφοριών, αποδεικτικών στοιχείων και εκτιμήσεων
εμπειρογνωμόνων.
στ. Χορήγηση πρωτοτύπων ή επικυρωμένων αντιγράφων από σχετικά έγγραφα και
αρχεία, στα οποία περιλαμβάνονται δημόσια, τραπεζικά, οικονομικά, εταιρικά ή
επιχειρηματικά αρχεία.
ζ. Προσδιορισμό της ταυτότητας ή ανακάλυψη προϊόντων εγκλήματος, περιουσίας,
μέσων τέλεσης εγκλήματος ή άλλων αντικειμένων για αποδεικτικούς σκοπούς.
η. Διευκόλυνση της εκούσιας εμφάνισης προσώπων στο αιτούν Κράτος Μέρος.
θ. Οποιοδήποτε άλλο είδος συνδρομής, το οποίο δεν αντιβαίνει στο εσωτερικό
δίκαιο του Κράτους Μέρους αποδέκτη της αίτησης.
4. Με την επιφύλαξη του εσωτερικού δικαίου, οι αρμόδιες αρχές ενός Κράτους
Μέρους μπορούν, χωρίς προηγούμενη αίτηση, να διαβιβάζουν πληροφορίες που
σχετίζονται με ποινικές υποθέσεις στην αρμόδια αρχή άλλου Κράτους Μέρους,
εφόσον πιστεύουν ότι τέτοιες πληροφορίες μπορούν να βοηθήσουν την αρχή να
επιληφθεί ή να περατώσει με επιτυχία έρευνες και ποινικές διαδικασίες ή θα
μπορούσαν να καταλήξουν στη διατύπωση αίτησης από το τελευταίο Κράτος Μέρος
σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή.
5. Η διαβίβαση πληροφοριών, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου τούτου, δεν
πρέπει να παραβλάπτει έρευνες και ποινικές διαδικασίες στο Κράτος των
αρμόδιων αρχών, οι οποίες παρέχουν τις πληροφορίες. Οι αρμόδιες αρχές που
λαμβάνουν τις πληροφορίες οφείλουν να συμμορφώνονται με την απαίτηση ότι οι
εν λόγω πληροφορίες θα παραμείνουν εμπιστευτικές, έστω και προσωρινά, ή με
περιορισμούς στη χρήση τους. Ωστόσο, τούτο δεν εμποδίζει το Κράτος Μέρος που
λαμβάνει τις πληροφορίες να τις αποκαλύψει κατά τη διεξαγωγή διαδικασιών,
εφόσον οδηγούν στην απαλλαγή ενός κατηγορουμένου. Στην περίπτωση αυτή, το
Κράτος Μέρος που λαμβάνει τις πληροφορίες πρέπει να ενημερώνει το Κράτος
Μέρος που τις διαβίβασε πριν από την αποκάλυψη και, εφόσον ζητηθεί,
διαβουλεύεται με το Κράτος αυτό.
Εάν, σε κάποια εξαιρετική περίπτωση, η προειδοποίηση δεν είναι δυνατή, το
Κράτος Μέρος που λαμβάνει τις πληροφορίες ενημερώνει το Κράτος Μέρος που τις
διαβίβασε για την αποκάλυψη χωρίς καθυστέρηση.
6. Οι διατάξεις του άρθρου τούτου δεν επηρεάζουν τις υποχρεώσεις που
απορρέουν από οποιαδήποτε άλλη συνθήκη, διμερή ή πολυμερή, η οποία διέπει ή
θα διέπει, εν όλω ή εν μέρει, την αμοιβαία δικαστική συνδρομή.
7. Οι παράγραφοι 9 έως 29 ισχύουν για τις αιτήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα
με το άρθρο αυτό, αν τα ενδιαφερόμενα Κράτη Μέρη δεν δεσμεύονται από συνθήκη
αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής. Εάν τα εν λόγω Κράτη Μέρη δεσμεύονται από μια
τέτοια συνθήκη, εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις της συνθήκης αυτής,
εκτός εάν τα Κράτη Μέρη συμφωνήσουν στην εφαρμογή των παραγράφων 9 έως 29 του
άρθρου τούτου, αντί εκείνων. Τα Κράτη Μέρη παροτρύνονται σθεναρά να
εφαρμόσουν τις παραγράφους αυτές, αν καθιστούν ευχερή τη συνεργασία.
8. Τα Κράτη Μέρη οφείλουν να μην αρνούνται την παροχή αμοιβαίας δικαστικής
συνδρομής, επικαλούμενα το τραπεζικό απόρρητο.
9. Τα Κράτη Μέρη μπορούν να αρνηθούν την παροχή αμοιβαίας δικαστικής
συνδρομής, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, λόγω ελλείψεως του διπλού αξιοποίνου.
Ωστόσο, το Κράτος Μέρος αποδέκτης της αίτησης μπορεί, αν θεωρήσει ότι
επιβάλλεται, να παράσχει συνδρομή, στο βαθμό που θα αποφάσιζε κατά διακριτική
ευχέρεια, ασχέτως αν η πράξη αποτελεί αδίκημα, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο
του Κράτους Μέρους αποδέκτη της αίτησης.
10. Πρόσωπο που κρατείται προσωρινά ή εκτίει ποινή στην επικράτεια ενός
Κράτους Μέρους, του οποίου ζητείται η παρουσία σε άλλο Κράτος Μέρος προς
αναγνώριση, μαρτυρία ή παροχή άλλης βοήθειας για την απόκτηση αποδείξεων, την
ανάκριση, τη δίωξη ή τις δικαστικές διαδικασίες, σε σχέση με αδικήματα που
προβλέπονται από τη Σύμβαση αυτή, μπορεί να μεταφερθεί, αν συντρέχουν οι
ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Εάν το πρόσωπο παρέχει ελεύθερα τη συγκατάθεση του, γνωρίζοντας πλήρως
την αιτία της μεταφοράς του.
(β) Οι αρμόδιες αρχές και των δύο Κρατών Μερών συμφωνούν, υπό τις
προϋποθέσεις που κρίνουν κατάλληλες.
11. Για το σκοπό της παραγράφου 10 του άρθρου τού του:
(α) Το Κράτος Μέρος στο οποίο μεταφέρεται το πρόσωπο έχει την εξουσία και
υποχρέωση να διατηρεί υπό κράτηση το μεταφερόμενο πρόσωπο, εκτός αντίθετης
αίτησης ή εξουσιοδότησης του Κράτους Μέρους από το οποίο το πρόσωπο
μεταφέρθηκε.
(β) Το Κράτος Μέρος στο οποίο μεταφέρεται το πρόσωπο οφείλει, χωρίς
καθυστέρηση, να εκπληρώσει την υποχρέωση του να αποδώσει το πρόσωπο στην
εξουσία του Κράτους Μέρους από το οποίο το πρόσωπο μεταφέρθηκε, όπως
συμφωνήθηκε εκ των προτέρων ή όπως άλλως συμφώνησαν οι αρμόδιες αρχές των δύο
Κρατών Μερών.
(γ) Το Κράτος Μέρος στο οποίο μεταφέρεται το πρόσωπο, δεν θα ζητήσει από το
Κράτος Μέρος από το οποίο μεταφέρθηκε το πρόσωπο, να κινήσει τη διαδικασία
έκδοσης για την επιστροφή του.
(δ) Ο χρόνος κράτησης στο Κράτος Μέρος, όπου μεταφέρθηκε το πρόσωπο,
συνυπολογίζεται στην ποινή που αυτό εκτίει στο Κράτος Μέρος από όπου
μεταφέρθηκε.
12. Χωρίς τη συγκατάθεση του Κράτους Μέρους από το οποίο μεταφέρεται το
πρόσωπο, σύμφωνα με τις παραγράφους 10 και 11 του άρθρου αυτού, ανεξάρτητα
από την εθνικότητα του, δεν διώκεται, δεν κρατείται, δεν τιμωρείται και δεν
υποβάλλεται σε οποιονδήποτε άλλο περιορισμό της προσωπικής του ελευθερίας
στην επικράτεια του Κράτους Μέρους στο οποίο μεταφέρεται, για πράξεις,
παραλείψεις ή καταδίκες προηγούμενες της αναχώρησης του από το Κράτος Μέρος
από το οποίο μεταφέρθηκε.
13. Κάθε Κράτος Μέρος ορίζει μια κεντρική αρχή που έχει την ευθύνη και την
εξουσία να λαμβάνει αιτήσεις αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και να τις
εκτελεί ή να τις διαβιβάζει στις αρμόδιες για την εκτέλεση αρχές. Εάν ένα
Κράτος Μέρος έχει μια ειδική περιοχή ή επικράτεια με διαφορετικό σύστημα
αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, μπορεί να ορίσει ξεχωριστή κεντρική αρχή που
θα έχει την ίδια αρμοδιότητα γι’ αυτή την περιοχή ή επικράτεια. Οι κεντρικές
αρχές διασφαλίζουν την ταχεία και προσήκουσα εκτέλεση ή διαβίβαση των
αιτήσεων που λαμβάνουν. Όταν η κεντρική αρχή διαβιβάζει την αίτηση σε αρμόδια
αρχή προς εκτέλεση, την παροτρύνει για την ταχεία και προσήκουσα εκτέλεση της
αίτησης. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών ενημερώνεται για την
κεντρική αρχή που ορίστηκε γι’ αυτό το σκοπό από κάθε Κράτος Μέρος, κατά την
κατάθεση των εγγράφων επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης ή προσχώρησης στη
Σύμβαση αυτή. Οι αιτήσεις δικαστικής συνδρομής και κάθε άλλη σχετική
ανακοίνωση διαβιβάζονται στις κεντρικές αρχές που όρισαν τα Κράτη Μέρη. Η
διάταξη αυτή δεν θίγει το δικαίωμα του Κράτους Μέρους να αξιώσει να
απευθύνονται σ’ αυτό όλες οι αιτήσεις και γνωστοποιήσεις δια της διπλωματικής
οδού και σε επείγουσες περιπτώσεις, αν τα Κράτη Μέρη συμφωνούν, δια της
Διεθνούς Οργάνωσης Εγκληματολογικής Αστυνομίας, εφόσον τούτο είναι δυνατό.
14. Οι αιτήσεις υποβάλλονται εγγράφως ή, αν είναι δυνατόν, με οποιοδήποτε
άλλο μέσο γραπτής αποτύπωσης, σε γλώσσα αποδεκτή στο Κράτος Μέρος που
λαμβάνει την αίτηση, υπό συνθήκες που επιτρέπουν στο εν λόγω Κράτος Μέρος να
αναγνωρίσει τη γνησιότη-τά του. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών
ενημερώνεται για τη γλώσσα ή τις γλώσσες που είναι αποδεκτές σε κάθε Κράτος
Μέρος κατά την κατάθεση των εγγράφων επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης ή
προσχώρησης στη Σύμβαση αυτή. Σε επείγουσες περιπτώσεις και όπου συμφωνείται
από τα Κράτη Μέρη, οι αιτήσεις μπορούν να υποβάλλονται προφορικώς, αλλά
επιβεβαιώνονται εγγράφως χωρίς καθυστέρηση.
15. Η αίτηση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής περιέχει:
(α) Την ονομασία της αρχής που υποβάλλει την αίτηση.
(β) Το αντικείμενο και τη φύση της έρευνας, δίωξης ή δικαστικής διαδικασίας
στην οποία αναφέρεται η αίτηση, καθώς και το όνομα και τις αρμοδιότητες της
αρχής που τις διεξάγει.
(γ) Περίληψη των σχετικών περιστατικών, εκτός αν πρόκειται για αίτηση
παροχής δικαστικών εγγράφων.
(δ) Περιγραφή της αιτούμενης συνδρομής και λεπτομέρειες κάθε ειδικής
διαδικασίας, που το αιτούν Κράτος Μέρος επιθυμεί να τηρηθεί.
(ε) Εάν είναι δυνατό, την ταυτότητα, τη διεύθυνση και την εθνικότητα κάθε
προσώπου που αφορά η αίτηση.
(στ) Το σκοπό για τον οποίο ζητούνται οι καταθέσεις, πληροφορίες ή τα μέτρα.
16. Το Κράτος Μέρος από το οποίο ζητείται η συνδρομή μπορεί να ζητήσει
πρόσθετες πληροφορίες, αν τούτο θεωρείται αναγκαίο για την εκτέλεση της
αίτησης κατά το εσωτερικό του δίκαιο ή διευκολύνει την εκτέλεση της αίτησης.
17. Η αίτηση εκτελείται σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του Κράτους Μέρους
από το οποίο ζητείται η συνδρομή και στο μέτρο που δεν αντιβαίνει στο δίκαιο
αυτό και εφόσον τούτο είναι εφικτό, σύμφωνα με τις διαδικασίες που
εξειδικεύονται στην αίτηση.
18. Εφόσον είναι δυνατό και σύμφωνο με τις θεμελιώδεις αρχές του εσωτερικού
δικαίου, αν ένα πρόσωπο βρίσκεται στη επικράτεια ενός Κράτους Μέρους και
πρέπει να εξετασθεί ως μάρτυρας ή εμπειρογνώμονας από τις δικαστικές αρχές
άλλου Κράτους Μέρους, το πρώτο Κράτος μετά από αίτηση του δεύτερου, μπορεί να
επιτρέψει την εξέταση με βιντεοσκόπηση, αν το εν λόγω πρόσωπο δεν μπορεί ή
δεν επιθυμεί να εμφανισθεί προσωπικώς στην επικράτεια του αιτούντος Κράτους
Μέρους. Τα Κράτη Μέρη μπορούν να συμφωνήσουν ότι η εξέταση θα διεξαχθεί από
δικαστική αρχή του αιτούντος Κράτους Μέρους, με την παρουσία της δικαστικής
αρχής του Κράτους Μέρους στο οποίο εκτελείται η αίτηση.
19. Το αιτούν Κράτος Μέρος δεν διαβιβάζει ούτε χρησιμοποιεί πληροφορίες ή
αποδείξεις που παρασχέθηκαν από το Κράτος Μέρος αποδέκτη της αίτησης για
έρευνες, διώξεις ή δικαστικές διαδικασίες διαφορετικές από αυτές που
αναφέρονται στην αίτηση, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του Κράτους Μέρους
αποδέκτη της αίτησης. Κανένα σημείο της παραγράφου αυτής δεν εμποδίζει το
αιτούν Κράτος Μέρος να αποκαλύψει κατά τις διαδικασίες του πληροφορίες ή
αποδείξεις που οδηγούν στην απαλλαγή ενός κατηγορουμένου.
Στην τελευταία περίπτωση, το αιτούν Κράτος Μέρος θα ενημερώσει το Κράτος
Μέρος αποδέκτη της αίτησης πριν την αποκάλυψη και, αν του ζητηθεί,
διαβουλεύεται με το Κράτος Μέρος αποδέκτη της αίτησης. Εάν, σε εξαιρετικές
περιπτώσεις, δεν είναι δυνατή η προειδοποίηση, το αιτούν Κράτος Μέρος
ενημερώνει σχετικά με την αποκάλυψη το Κράτος Μέρος αποδέκτη της αίτησης
χωρίς καθυστέρηση.
20. Το αιτούν Κράτος Μέρος μπορεί να ζητήσει από το Κράτος Μέρος αποδέκτη
της αίτησης να τηρήσει απόρρητο το γεγονός και το περιεχόμενο της αίτησης,
εκτός από όσο είναι απαραίτητο για την εκτέλεση της αίτησης. Εάν το Κράτος
Μέρος αποδέκτης της αίτησης δεν μπορεί να ικανοποιήσει την απαίτηση του
απορρήτου, ενημερώνει εγκαίρως το αιτούν Κράτος Μέρος.
21. Η αμοιβαία δικαστική συνδρομή μπορεί να μην παρασχεθεί:
(α) Εάν η αίτηση δεν γίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου τούτου.
(β) Εάν το Κράτος Μέρος αποδέκτης της αίτησης θεωρεί ότι η παροχή της είναι
πιθανόν να θίξει την κυριαρχία, ασφάλεια, δημόσια τάξη ή άλλα ουσιώδη
συμφέροντα του.
(γ) Εάν οι αρχές του Κράτους Μέρους αποδέκτη της αίτησης εμποδίζονται από το
εσωτερικό του δίκαιο να προβούν στην ενέργεια που ζητείται, σε σχέση με
παρόμοιο αδίκημα, το οποίο αποτελεί αντικείμενο έρευνας, δίωξης ή δικαστικής
διαδικασίας που υπάγεται στη δική του δικαιοδοσία.
(δ) Εάν η δικαστική συνδρομή που ζητήθηκε είναι αντίθετη με το νομικό
σύστημα του Κράτους Μέρους αποδέκτη της αίτησης.
22. Τα Κράτη Μέρη δεν μπορούν να αρνηθούν δικαστική συνδρομή αποκλειστικά
και μόνο επειδή το αδίκημα θεωρείται ότι αφορά και δημοσιονομικά ζητήματα.
23. Η άρνηση χορήγησης αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής πρέπει να
αιτιολογείται.
24. Το Κράτος Μέρος αποδέκτης της αίτησης εκτελεί την αίτηση για αμοιβαία
δικαστική συνδρομή το ταχύτερο δυνατό, λαμβάνοντας υπόψη τις τυχόν προθεσμίες
που προτείνει το αιτούν Κράτος Μέρος και τους λόγους για τους οποίους τις
προτείνει, οι οποίοι κατά προτίμηση αναφέρονται στην αίτηση. Το Κράτος Μέρος
αποδέκτης της αίτησης ανταποκρίνεται σε εύλογα αιτήματα του αιτούντος Κράτους
Μέρους σχετικά με την πρόοδο του χειρισμού της αίτησης του.
Το αιτούν Κράτος Μέρος ενημερώνει εγκαίρως το Κράτος Μέρος αποδέκτη της
αίτησης, όταν η αιτηθείσα συνδρομή δεν είναι πλέον αναγκαία.
25. Η αμοιβαία δικαστική συνδρομή μπορεί να αναβληθεί από το Κράτος Μέρος
αποδέκτη της αίτησης, εάν παρεμποδίζει εκκρεμή έρευνα, δίωξη ή δικαστική
διαδικασία.
26. Πριν από την άρνηση για την ικανοποίηση μιας αίτησης, σύμφωνα με την
παράγραφο 21 ή την αναβολή της εκτέλεσης της, σύμφωνα με την παράγραφο 25 του
άρθρου αυτού, το Κράτος Μέρος αποδέκτης της αίτησης διαβουλεύεται με το
αιτούν Κράτος Μέρος, προκειμένου να εξετασθεί εάν η συνδρομή μπορεί να
παρασχεθεί υπό όρους και προϋποθέσεις τις οποίες αυτό θεωρεί αναγκαίες. Εάν
το αιτούν Κράτος Μέρος αποδέχεται τη συνδρομή υπό προϋποθέσεις, οφείλει να
συμμορφώνεται με αυτές.
27. Με την επιφύλαξη εφαρμογής της παραγράφου 12 του άρθρου τούτου,
μάρτυρας, εμπειρογνώμονας ή άλλο πρόσωπο, το οποίο συγκατατίθεται στην αίτηση
ενός Κράτους Μέρους να καταθέσει σε διαδικασία ή να βοηθήσει σε έρευνα, δίωξη
ή δικαστική διαδικασία στο έδαφος αυτού, δεν διώκεται, δεν κρατείται, δεν
τιμωρείται ούτε υποβάλλεται σε οποιοδήποτε άλλο περιορισμό της προσωπικής του
ελευθερίας στο έδαφος εκείνο, σε σχέση με πράξεις, παραλείψεις ή καταδίκες
προγενέστερες της αναχώρησής του από το έδαφος του Κράτους Μέρους αποδέκτη
της αίτησης. Η ασυλία αυτή παύει, όταν ο μάρτυρας, ο εμπειρογνώμονας ή το
άλλο πρόσωπο, αν και είχε την ευκαιρία να φύγει, μέσα σε μια περίοδο
δεκαπέντε συνεχών ημερών ή μέσα σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο έχουν συμφωνήσει
τα Κράτη Μέρη, από την ημέρα κατά την οποία ενημερώθηκε επίσημα ότι η
παρουσία του δεν είναι πλέον αναγκαία στις δικαστικές αρχές, ωστόσο παραμένει
εκουσίως στο έδαφος του αιτούντος Κράτους Μέρους ή, ενώ αναχώρησε, επέστρεψε
σ’ αυτό οικιοθελώς.
28. Το Κράτος Μέρος αποδέκτης μιας αίτησης φέρει τα συνήθη έξοδα για την
εκτέλεση αυτής, εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά από τα ενδιαφερόμενα
Κράτη Μέρη. Εάν για την ικανοποίηση της αίτησης απαιτούνται ή θα απαιτηθούν
έξοδα σημαντικά ή εξαιρετικά, τα Κράτη Μέρη διαβουλεύονται προκειμένου να
καθορίσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα εκτελεσθεί η
αίτηση, καθώς και τον τρόπο καταβολής των εξόδων.
29. Το Κράτος Μέρος αποδέκτης της αίτησης:
α. Χορηγεί στο αιτούν Κράτος Μέρος αντίγραφα δημόσιων αρχείων, εγγράφων ή
πληροφοριών που βρίσκονται στην κατοχή του και στα οποία, σύμφωνα με την
εσωτερική του νομοθεσία, έχει πρόσβαση το κοινό.
β. Μπορεί, κατά τη διακριτική του ευχέρεια, να χορηγεί στο αιτούν Κράτος
Μέρος εν όλω, εν μέρει ή υπό τις προϋποθέσεις που θα έκρινε ότι αρμόζουν,
αντίγραφα όλων των δημόσιων αρχείων, εγγράφων ή πληροφοριών που βρίσκονται
στην κατοχή του και στα οποία, σύμφωνα με την εσωτερική του νομοθεσία, δεν
έχει πρόσβαση το κοινό.
30. Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν, εφόσον είναι αναγκαίο, τη δυνατότητα για
σύναψη διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή διακανονισμών που εξυπηρετούν τους
σκοπούς, καθιστούν αποτελεσματικές στην πράξη ή ενισχύ ουν τις διατάξεις του
άρθρου τούτου.
Αρθρο 19
Κοινές έρευνες
Τα Κράτη Μέρη αποβλέπουν στη σύναψη διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή
διακανονισμών, βάσει των οποίων οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές μπορούν να
συστήσουν κοινά όργανα έρευνας, για υποθέσεις που αποτελούν αντικείμενο
ανάκρισης, δίωξης ή δικαστικών διαδικασιών σε μια ή περισσότερες χώρες. Εάν
δεν υπάρχουν τέτοιες συμφωνίες ή διακανονισμοί, οι κοινές έρευνες μπορούν να
αποφασισθούν κατά περίπτωση. Τα ενδιαφερόμενα Κράτη Μέρη διασφαλίζουν τον
απόλυτο σεβασμό της κυριαρχίας του Κράτους Μέρους, στο έδαφος του οποίου
διεξάγεται η έρευνα.
Αρθρο 20
Ειδικές ανακριτικές τεχνικές
1. Εάν επιτρέπεται από τις θεμελιώδεις αρχές του εσωτερικού νομικού του
συστήματος, κάθε Κράτος Μέρος, με τις δυνατότητες του και υπό τις
προϋποθέσεις του εσωτερικού του δικαίου, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να
επιτρέψει την προσήκουσα χρήση της ελεγχόμενης παράδοσης και, εφόσον το
κρίνει αναγκαίο, τη χρήση άλλων ειδικών ανακριτικών τεχνικών, όπως
ηλεκτρονικές ή άλλες μορφές παρακολούθησης και μυστικές επιχειρήσεις από τις
αρμόδιες αρχές στο έδαφός του, για την αποτελεσματική καταπολέμηση του
οργανωμένου εγκλήματος.
2. Προς το σκοπό διερεύνησης αδικημάτων που καλύπτονται από αυτή τη Σύμβαση,
τα Κράτη Μέρη ενθαρρύνονται να συνάπτουν, όταν είναι αναγκαίο, κατάλληλες
διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς για τη χρήση τέτοιων ειδικών
ανακριτικών τεχνικών στα πλαίσια διεθνούς συνεργασίας. Αυτές οι συμφωνίες ή
διακανονισμοί συνάπτονται και εφαρμόζονται με πλήρη σεβασμό της αρχής της
ισότιμης κυριαρχίας των Κρατών Μερών και εκτελούνται αυστηρά, σύμφωνα με τους
όρους των εν λόγω συμφωνιών και διακανονισμών.
3. Αν δεν υπάρχουν συμφωνίες ή διακανονισμοί από τους προβλεπόμενους στην
παράγραφο 2 του άρθρου τούτου, οι αποφάσεις για τη χρήση των ειδικών
ανακριτικών τεχνικών σε διεθνές επίπεδο λαμβάνονται κατά περίπτωση και
μπορεί, αν είναι αναγκαίο, να ληφθούν υπόψη οικονομικές συμφωνίες και
διακανονισμοί σχετικοί με την άσκηση της αρμοδιότητας από τα ενδιαφερόμενα
Κράτη Μέρη.
4. Αποφάσεις για τη χρήση της ελεγχόμενης παράδοσης σε διεθνές επίπεδο, με
τη συγκατάθεση των ενδιαφερόμενων Κρατών Μερών, περιλαμβάνουν μεθόδους, όπως
η παρεμπόδιση της διακίνησης των εμπορευμάτων και η παροχή άδειας να την
συνεχίσουν ανέπαφα ή αφού αφαιρεθεί ή αντικατασταθεί το σύνολο ή μέρος τους.
Αρθρο 21
Μεταβίβαση ποινικών διαδικασιών
Τα Κράτη Μέρη εξετάζουν τη δυνατότητα αμοιβαίας μεταβίβασης διαδικασιών για
τη δίωξη αδικήματος που καλύπτεται από τη Σύμβαση αυτή, σε περιπτώσεις όπου η
μεταβίβαση αυτή εκτιμάται ότι είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της
δικαιοσύνης, ειδικότερα σε υποθέσεις όπου εμπλέκονται διάφορες δικαιοδοσίες,
ώστε να διασφαλιστεί η ενότητα της δίωξης.
Αρθρο 22
Δημιουργία ποινικού μητρώου
Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να υιοθετεί νομοθετικά ή άλλα μέτρα που είναι
αναγκαία για να ληφθούν υπόψη, υπό τους όρους και για τους σκοπούς που θεωρεί
ενδεδειγμένους, τυχόν προηγούμενες καταδίκες σε άλλο Κράτος προσώπου που
φέρεται ως δράστης, προκειμένου οι πληροφορίες αυτές να χρησιμοποιηθούν σε
ποινικές διαδικασίες, οι οποίες σχετίζονται με αδίκημα που καλύπτεται από τη
Σύμβαση αυτή.
Αρθρο 23
Ποινικοποίηση της παρακώλυσης της δικαιοσύνης
Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί νομοθετικά ή άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να
θεσπιστούν ως ποινικά αδικήματα, όταν τελούνται με πρόθεση:
(α) Η χρήση σωματικής βίας, απειλών ή εκφοβισμού ή η υπόσχεση, προσφορά ή
χορήγηση μη οφειλομένου ωφελήματος για την παρακίνηση σε ψευδή μαρτυρία ή την
επέμβαση σε κατάθεση μάρτυρα ή στην προσαγωγή αποδείξεων σε διαδικασία που
σχετίζεται με την τέλεση αδικημάτων που καλύπτονται από τη Σύμβαση αυτή.
(β) Η χρήση σωματικής βίας, απειλών ή εκφοβισμού για την επέμβαση στην
άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων δικαστού ή οργάνου των διωκτικών αρχών σε
σχέση με την τέλεση αδικημάτων που καλύπτονται από τη Σύμβαση. Καμία διάταξη
της υποπαραγράφου αυτής δεν θίγει το δικαίωμα των Κρατών Μερών να έχουν
νομοθεσία που προστατεύει άλλες κατηγορίες δημοσίων λειτουργών.
Αρθρο 24
Προστασία μαρτύρων
1. Κάθε Κράτος Μέρος, στα πλαίσια των δυνατοτήτων του, λαμβάνει πρόσφορα
μέτρα για να παράσχει αποτελεσματική προστασία κατά ενδεχόμενων πράξεων
αντιποίνων ή εκφοβισμού μαρτύρων που καταθέτουν σε ποινικές διαδικασίες
σχετικά με αδικήματα που αφορά η Σύμβαση αυτή και, αν συντρέχει περίπτωση, σε
συγγενείς τους και άλλα πρόσωπα που έχουν σχέση με αυτούς.
2. Τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 μπορεί να περιλαμβάνουν,
μεταξύ άλλων, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, στα οποία
περιλαμβάνεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη:
(α) Καθιέρωση διαδικασιών για τη φυσική προστασία των προσώπων αυτών, όπως,
στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο και εφικτό, την αλλαγή της διαμονής τους
και, κατά τις περιστάσεις, τη μη παροχή ή την περιορισμένη παροχή
πληροφοριών, που αφορούν την ταυτότητα τους και τον τόπο, όπου βρίσκονται
αυτά.
(β) Θέσπιση κανόνων απόδειξης, ώστε να μπορεί η κατάθεση των μαρτύρων να
δίδεται με τρόπο που εγγυάται την ασφάλεια τους, ιδίως με την καθιέρωση της
δυνατότητας να δίνεται η κατάθεση με χρήση της τεχνολογίας επικοινωνιών, όπως
οι βιντεοσυνδέσεις ή άλλα πρόσφορα μέσα.
3. Τα Κράτη Μέρη μεριμνούν για τη σύναψη συμφωνιών ή διακανονισμών με άλλα
Κράτη για την αλλαγή διαμονής των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
4. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στα θύματα εφόσον είναι
μάρτυρες.
Αρθρο 25
Αρωγή και προστασία των θυμάτων
1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει πρόσφορα μέτρα, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων
του, για την παροχή αρωγής και προστασίας σε θύματα αδικημάτων που
καλύπτονται από τη Σύμβαση αυτή, ειδικότερα σε περιπτώσεις απειλών,
αντιποίνων ή εκφοβισμού.
2. Κάθε Κράτος Μέρος θεσπίζει κατάλληλες διαδικασίες για την αποζημίωση και
την αποκατάσταση των θυμάτων από αδικήματα που καλύπτονται από τη Σύμβαση
αυτή.
3. Κάθε Κράτος Μέρος, τηρώντας το εσωτερικό του δίκαιο, παρέχει τη
δυνατότητα ώστε οι απόψεις και οι ανησυχίες των θυμάτων να παρουσιασθούν και
εξετασθούν στα οικεία στάδια των ποινικών διαδικασιών εναντίον των δραστών,
κατά τρόπο που δεν θίγει τα δικαιώματα της υπεράσπισης.
Αρθρο 26
Μέτρα για τη βελτίωση της συνεργασίας των διωκτικών αρχών
1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να ενθαρρύνει πρόσωπα
που μετέχουν ή μετείχαν σε οργανωμένες εγκληματικές ομάδες:
α. Να δίνουν πληροφορίες χρήσιμες στις αρμόδιες αρχές για σκοπούς που
αφορούν τη διερεύνηση και τη συλλογή αποδείξεων, σε ζητήματα όπως:
ι) Η ταυτότητα, η φύση, η σύνθεση, η δομή, η εγκατάσταση ή οι δραστηριότητες
οργανωμένων εγκληματικών ομάδων.
ιι) Οι διασυνδέσεις, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών διασυνδέσεων, με άλλες
οργανωμένες εγκληματικές ομάδες.
ιιι) Τα αδικήματα που τέλεσαν ή μπορεί να τελέσουν οργανωμένες εγκληματικές
ομάδες.
β. Να παρέχουν ουσιαστική και συγκεκριμένη βοήθεια στις αρμόδιες αρχές, η
οποία μπορεί να συμβάλει στο να στερηθούν οργανωμένες εγκληματικές ομάδες από
τους πόρους τους ή από τα προϊόντα του εγκλήματος.
2. Κάθε Κράτος Μέρος μεριμνά για να εξασφαλισθεί η δυνατότητα, σε κατάλληλες
περιπτώσεις, μετριασμού της ποινής ενός κατηγορουμένου, ο οποίος συνεργάσθηκε
ουσιωδώς στην ανάκριση ή στη δίωξη αδικήματος, που καλύπτεται από τη Σύμβαση
αυτή.
3. Κάθε Κράτος Μέρος μεριμνά για να εξασφαλισθεί η δυνατότητα, σύμφωνα με
τις θεμελιώδεις αρχές του εσωτερικού του δικαίου, να μην ασκηθεί δίωξη κατά
προσώπου, το οποίο συνεργάσθηκε ουσιωδώς στην ανάκριση ή στη δίωξη
αδικήματος, που καλύπτεται από τη Σύμβαση αυτή.
4. Η προστασία τέτοιων προσώπων είναι εκείνη που προβλέπεται από το άρθρο 24
της Σύμβασης.
5. Όταν πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού και είναι
εγκατεστημένο σε ένα Κράτος Μέρος μπορεί να παράσχει ουσιώδη συνεργασία στις
αρμόδιες αρχές ενός άλλου Κράτους Μέρους, τα ενδιαφερόμενα Κράτη Μέρη μπορούν
να μεριμνήσουν για τη σύναψη συμφωνιών ή διακανονισμών, σύμφωνα με το
εσωτερικό τους δίκαιο, που αφορούν την πιθανή παροχή από το άλλο Κράτος Μέρος
της μεταχείρισης που προβλέπεται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου τούτου.
Αρθρο 27
Συνεργασία των υπηρεσιών έρευνας και καταστολής
1. Τα Κράτη Μέρη συνεργάζονται στενά, σύμφωνα με τα αντίστοιχα νομικά και
διοικητικά τους συστήματα, για να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα της
έρευνας και της καταστολής των καλυπτόμενων από τη Σύμβαση αυτή αδικημάτων.
Ειδικότερα, κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί μέτρα αποτελεσματικά προκειμένου:
α) Να ενισχύσει ή, εάν είναι αναγκαίο, να εγκαθιδρύσει διαύλους επικοινωνίας
μεταξύ των αρμόδιων αρχών, οργανισμών και υπηρεσιών του για τη διευκόλυνση
της ασφαλούς και ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρονται σε όλες τις
πτυχές των αδικημάτων τα οποία καλύπτονται από τη Σύμβαση αυτή
συμπεριλαμβανομένων, εάν τα ενδιαφερόμενα Κράτη Μέρη το κρίνουν ενδεδειγμένο,
των σχέσεων με άλλες εγκληματικές δραστηριότητες.
β) Να συνεργάζεται με άλλα Κράτη Μέρη, αναφορικά με τα αδικήματα που
καλύπτονται από τη Σύμβαση αυτή, για τη διεξαγωγή ερευνών που αφορούν τα εξής
σημεία:
ι. ταυτότητα και δραστηριότητες των προσώπων για τα οποία υπάρχουν υποψίες
εμπλοκής τους στα προ-μνημονευθέντα αδικήματα, τον τόπο όπου αυτά βρίσκονται
ή τον τόπο όπου βρίσκονται άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα,
ιι. διακίνηση προϊόντων εγκλήματος ή περιουσίας που προέρχονται από τη
διάπραξη τέτοιων αδικημάτων.
ιιι. διακίνηση περιουσίας, υλικών ή άλλων μέσων που χρησιμοποιήθηκαν ή
προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν για τη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων.
γ) Να παρέχει, εάν συντρέχει λόγους, τα αναγκαία είδη ή τις ποσότητες ουσιών
για τους σκοπούς ανάλυσης και έρευνας.
δ) Να διευκολύνει τον αποτελεσματικό συντονισμό μεταξύ των αρμόδιων αρχών,
οργανισμών και υπηρεσιών και να προάγει την ανταλλαγή προσωπικού και
εμπειρογνωμόνων, στην οποία περιλαμβάνεται, υπό τον όρο της ύπαρξης διμερών
συμφωνιών και διακανονισμών μεταξύ των ενδιαφερομένων Κρατών Μερών, η
απόσπαση αξιωματικών-συνδέσμων.
ε) Να ανταλλάσσει με άλλα Κράτη Μέρη πληροφορίες για συγκεκριμένα μέσα και
μεθόδους που χρησιμοποιούνται από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες,
συμπεριλαμβανομένων, όπου είναι εφικτό, των δρομολογίων και μέσων μεταφοράς
και της χρήσης πλαστών ταυτοτήτων, αλλοιωμένων ή νοθευμένων εγγράφων ή άλλων
μέσων απόκρυψης των δραστηριοτήτων τους.
στ) Να ανταλλάσσει πληροφορίες και να συντονίζει τα διοικητικά και άλλα
μέτρα, που λαμβάνονται ως πρόσφορα για την έγκαιρη διακρίβωση των αδικημάτων
που καλύπτονται από τη Σύμβαση.
2. Για να καταστεί αποτελεσματική η Σύμβαση αυτή, τα Κράτη Μέρη εξετάζουν
το ενδεχόμενο της σύναψης διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή διακανονισμών για
την απευθείας συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών έρευνας και καταστολής και,
εφόσον υπάρχουν τέτοιες συμφωνίες ή διακανονισμοί, της τροποποίησής τους. Εάν
δεν υπάρχουν τέτοιες συμφωνίες ή διακανονισμοί μεταξύ των ενδιαφερόμενων
Κρατών Μερών, αυτά μπορούν να βασιστούν στην προκείμενη Σύμβαση για να
εγκαθιδρύσουν αμοιβαία συνεργασία ως προς την έρευνα και την καταστολή των
αδικημάτων που καλύπτονται από αυτή. Οσάκις παρίσταται ενδεδειγμένο, τα Κράτη
Μέρη κάνουν πλήρη χρήση των συμφωνιών ή διακανονισμών, συμπεριλαμβανομένων
των διεθνών ή περιφερειακών οργανισμών, για να ενισχύσουν τη συνεργασία
μεταξύ των υπηρεσιών τους έρευνας και καταστολής.
3. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να συνεργάζονται, στο μέτρο των δυνατοτήτων
τους, για να αντιμετωπίσουν το διεθνικό οργανωμένο έγκλημα που τελείται με τη
χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας.
Αρθρο 28
Συλλογή, ανταλλαγή και ανάλυση πληροφοριών για τη φύση του οργανωμένου
εγκλήματος
1. Κάθε Κράτος Μέρος μεριμνά για την ανάλυση, με τη συνδρομή των
επιστημονικών και ακαδημαϊκών κοινοτήτων, των τάσεων του οργανωμένου
εγκλήματος στην επικράτειά του, των συνθηκών κάτω από τις οποίες λειτουργεί
το οργανωμένο έγκλημα, καθώς και των επαγγελματικών ομάδων και τεχνολογιών
που εμπλέκονται.
2. Τα Κράτη Μέρη μεριμνούν για την ανάπτυξη και την ανταλλαγή μεταξύ τους
και μέσω διεθνών και περιφερειακών οργανισμών της εμπειρίας στην ανάλυση των
οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων. Για το σκοπό αυτό ενδείκνυται η
ανάπτυξη και η προσήκουσα εφαρμογή κοινών ορισμών, προτύπων και μεθοδολογιών.
3. Κάθε Κράτος Μέρος μεριμνά για την παρακολούθηση της πολιτικής και των
πρακτικών μέτρων καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος και προβαίνει σε
αξιολογήσεις της αποτελεσματικότητας και της επάρκειάς τους.
Αρθρο 29
Επιμόρφωση και τεχνική αρωγή
1. Κάθε Κράτος Μέρος, στο μέτρο που είναι αναγκαίο, θέτει σε εφαρμογή,
αναπτύσσει ή βελτιώνει ειδικά προγράμματα επιμόρφωσης για το προσωπικό
επιβολής του νόμου, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι εισαγγελείς, ανακριτές
και τελωνειακοί και άλλοι υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με την πρόληψη,
την ανίχνευση και τον έλεγχο των αδικημάτων που καλύπτονται από τη Σύμβαση
αυτή. Τα εν λόγω προγράμματα μπορεί να περιλαμβάνουν αποσπάσεις και
ανταλλαγές προσωπικού. Τα προγράμματα αυτά αναφέρονται ειδικότερα και στο
μέτρο που επιτρέπει το εσωτερικό δίκαιο, στα ακόλουθα:
(α) στις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη, ανίχνευση και
καταπολέμηση των αδικημάτων που καλύπτονται από τη Σύμβαση αυτή.
(β) στα δρομολόγια και στις τεχνικές που χρησιμοποιούνται από πρόσωπα ύποπτα
εμπλοκής σε αδικήματα που καλύπτονται από τη Σύμβαση αυτή, ακόμα και στις
χώρες διαμετακόμισης, καθώς και στα πρόσφορα μέτρα για την καταπολέμηση τους.
(γ) στην παρακολούθηση της κίνησης του λαθρεμπορίου.
(δ) στην ανίχνευση και παρακολούθηση της κίνησης των προϊόντων εγκλήματος,
της περιουσίας, του εξοπλισμού ή άλλων μέσων και των μεθόδων που
χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά, απόκρυψη ή συγκάλυψη των εν λόγω προϊόντων,
περιουσίας, εξοπλισμού ή άλλων μέσων, καθώς επίσης και των μεθόδων που
χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και άλλων
οικονομικών εγκλημάτων.
(ε) στη συλλογή αποδείξεων.
(στ) στις τεχνικές ελέγχου των ελεύθερων ζωνών εμπορίου και των ελεύθερων
λιμένων.
(ζ) στο σύγχρονο εξοπλισμό και στις τεχνικές των διωκτικών αρχών, στις
οποίες συμπεριλαμβάνονται η ηλεκτρονική παρακολούθηση, οι ελεγχόμενες
παραδόσεις και οι επιχειρήσεις διείσδυσης.
(η) στις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση του διεθνικού
οργανωμένου εγκλήματος που τελείται με τη χρήση υπολογιστών,
τηλεπικοινωνιακών δικτύων ή άλλων μέσων σύγχρονης τεχνολογίας, και
(θ) στις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την προστασία θυμάτων και
μαρτύρων.
2. Τα Κράτη Μέρη βοηθούνται αμοιβαίως στη σχεδίαση και εφαρμογή προγραμμάτων
έρευνας και επιμόρφωσης, που προορίζονται για την ανταλλαγή ειδικών γνώσεων
και αναφέρονται στους τομείς της παραγράφου 1 του άρθρου τούτου και για το
σκοπό αυτό, όταν πρέπει, χρησιμοποιούν περιφερειακά και διεθνή συνέδρια και
σεμινάρια, για την προώθηση της συνεργασίας και την υποκίνηση συζητήσεων επί
προβλημάτων αμοιβαίου ενδιαφέροντος, στα οποία περιλαμβάνονται τα προβλήματα
και οι ανάγκες των Κρατών διαμετακόμισης.
3. Τα Κράτη Μέρη προάγουν την επιμόρφωση και τεχνική βοήθεια που διευκολύνει
την έκδοση και την αμοιβαία δικαστική αρωγή. Τέτοια επιμόρφωση και τεχνική
βοήθεια περιλαμβάνει γλωσσική εκπαίδευση, αποσπάσεις και ανταλλαγές
προσωπικού των κεντρικών αρχών και οργανισμών, που έχουν σχετικές
αρμοδιότητες.
4. Εάν υπάρχουν διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμοί, τα Κράτη
Μέρη ενισχύουν, στον απαραίτητο βαθμό, τις προσπάθειες μεγιστοποίησης των
επιχειρησιακών και επιμορφωτικών δραστηριοτήτων, εντός των διεθνών και
περιφερειακών οργανισμών, στα πλαίσια και άλλων σχετικών διμερών και
πολυμερών συμφωνιών και διακανονισμών.
Αρθρο 30
Άλλα μέτρα: Εφαρμογή της Σύμβασης μέσω της οικονομικής ανάπτυξης και της
τεχνικής αρωγής.
1. Τα Κράτη Μέρη λαμβάνουν μέτρα που συμβάλουν στην εφαρμογή της Σύμβασης
στον καλύτερο δυνατό βαθμό, μέσω διεθνούς συνεργασίας, εκτιμώντας τις
αρνητικές επιπτώσεις του οργανωμένου εγκλήματος στην κοινωνία γενικά και,
ιδιαίτερα, στη βιώσιμη ανάπτυξη.
2. Τα Κράτη Μέρη καταβάλουν συγκεκριμένες προσπάθειες, στο βαθμό που είναι
δυνατόν και σε συντονισμό μεταξύ τους, καθώς επίσης με διεθνείς και
περιφερειακούς οργανισμούς, ώστε:
α. Να βελτιώσουν τη συνεργασία τους σε διάφορα επίπεδα με τις αναπτυσσόμενες
χώρες, προκειμένου να ενισχυθεί η ικανότητα των τελευταίων για την πρόληψη
και καταπολέμηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος.
β. Να αυξήσουν την οικονομική και υλική αρωγή, προκειμένου να υποστηριχθούν
οι προσπάθειες των αναπτυσσόμενων χωρών για αποτελεσματική καταπολέμηση του
διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και να τις βοηθήσουν να εφαρμόσουν με
επιτυχία τη Σύμβαση.
γ. Να χορηγούν τεχνική βοήθεια σε αναπτυσσόμενες χώρες και χώρες με
οικονομίες υπό μετάβαση, που θα τις βοηθήσει να ικανοποιήσουν τις ανάγκες
τους για την εφαρμογή της Σύμβασης. Προς τούτο, τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να
καταβάλουν επαρκείς και τακτικές εκούσιες εισφορές σε λογαριασμό που έχει
ειδικά προορισθεί γι’ αυτό, σε χρηματοδοτικό μηχανισμό των Ηνωμένων Εθνών. Τα
Κράτη Μέρη μπορούν επίσης να μεριμνούν ειδικά, σύμφωνα με το εσωτερικό τους
δίκαιο και τις διατάξεις της Σύμβασης αυτής, για τη συνεισφορά στον ανωτέρω
λογαριασμό ενός ποσοστού από τα χρήματα ή από την αντίστοιχη αξία των
προϊόντων του εγκλήματος ή της περιουσίας που δημεύθηκε σύμφωνα με τις
διατάξεις της Σύμβασης αυτής.
δ) Να ενθαρρύνουν και να πείσουν άλλα Κράτη και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να
συνεργασθούν μαζί τους στις προσπάθειες σύμφωνα με το άρθρο αυτό, παρέχοντας,
ειδικώς, σε αναπτυσσόμενες χώρες περισσότερα επιμορφωτικά προγράμματα και
σύγχρονο εξοπλισμό, προκειμένου να τις βοηθήσουν να εφαρμόσουν τη Σύμβαση
αυτή.
3. Στο βαθμό που είναι εφικτό, τα μέτρα αυτά δεν θίγουν υφιστάμενες
δεσμεύσεις από ξένη αρωγή ή από άλλους διακανονισμούς οικονομικής συνεργασίας
σε διμερές, περιφερειακό ή διεθνές επίπεδο.
4. Τα Κράτη Μέρη μπορούν να συνάπτουν διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή
διακανονισμούς για την παροχή υλικής και διαχειριστικής αρωγής, λαμβάνοντας
υπόψη τους οικονομικούς διακανονισμούς που είναι απαραίτητοι, ώστε να
καθίσταται αποτελεσματική η διεθνής συνεργασία που προβλέπεται από τη Σύμβαση
αυτή και για την πρόληψη, την ανίχνευση και τον έλεγχο του διεθνικού
οργανωμένου εγκλήματος.
Αρθρο 31
Πρόληψη
1. Τα Κράτη Μέρη μεριμνούν για την ανάπτυξη και αξιολόγηση εθνικών
προγραμμάτων καθώς και για τη δημιουργία και προαγωγή των καλύτερων πρακτικών
και πολιτικών, που αποσκοπούν στην πρόληψη του διεθνικού οργανωμένου
εγκλήματος.
2. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του εθνικού
τους δικαίου, να μειώσουν μέσω κατάλληλων νομοθετικών, διοικητικών ή άλλων
μέτρων τις υφιστάμενες ή μελλοντικές ευκαιρίες των οργανωμένων εγκληματικών
ομάδων να συμμετέχουν σε νόμιμες αγορές με τα προϊόντα εγκλήματος. Τα μέτρα
αυτά πρέπει να εστιάζονται στα εξής:
(α) Στην ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ υπηρεσιών επιβολής του νόμου ή
δημοσίων κατηγόρων και συναφών ιδιωτικών οντοτήτων, στις οποίες
συμπεριλαμβάνεται και η βιομηχανία.
(β) Στην προαγωγή της ανάπτυξης προτύπων και διαδικασιών που αποβλέπουν στη
διαφύλαξη της ακεραιότητας δημοσίων και συναφών ιδιωτικών οντοτήτων, καθώς
και κωδίκων συμπεριφοράς για αντίστοιχα επαγγέλματα, συγκεκριμένα δικηγόρους,
συμβολαιογράφους, φοροτεχνικούς και λογιστές.
(γ) Στην πρόληψη της κατάχρησης από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες των
διαδικασιών διαγωνισμών που διεξάγουν δημόσιες αρχές και των επιδοτήσεων και
αδειών που χορηγούν οι δημόσιες αρχές για εμπορικές δραστηριότητες.
(δ) Στην πρόληψη της κατάχρησης νομικών προσώπων από οργανωμένες
εγκληματικές ομάδες. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν:
(ι) Τη δημιουργία δημόσιων αρχείων νομικών και φυσικών προσώπων που
ασχολούνται με την ίδρυση, διαχείριση και χρηματοδότηση νομικών προσώπων.
(ιι) Την εισαγωγή της δυνατότητας αποκλεισμού, με δικαστική εντολή ή άλλο
πρόσφορο μέσο για εύλογη περίοδο, προσώπων που έχουν καταδικαστεί για
αδικήματα που καλύπτονται από τη Σύμβαση αυτή, έτσι ώστε να μην ενεργούν ως
διευθυντικά στελέχη νομικών προσώπων που έχουν ιδρυθεί εντός της δικαιοδοσίας
τους.
(ιιι) Τη δημιουργία εθνικών αρχείων για πρόσωπα που αποκλείστηκαν από το να
ενεργούν ως διευθυντικά στελέχη νομικών προσώπων, και
(ιν) Την ανταλλαγή πληροφοριών που περιέχονται στα αρχεία που αναφέρονται
στις υποπαραγράφους (δ) (ι) και (ιιι) της παραγράφου αυτής με τις αρμόδιες
αρχές άλλων Κρατών Μερών.
3. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να βοηθήσουν την επανένταξη στην κοινωνία
προσώπων που καταδικάστηκαν για αδικήματα που καλύπτονται από τη Σύμβαση
αυτή.
4. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να αξιολογούν κατά περιόδους τα σχετικά νομικά
μέσα και τις διοικητικές πρακτικές προκειμένου να επισημάνουν αν προσφέρονται
για κατάχρηση από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες.
5. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να προαγάγουν την ενημέρωση του κοινού σχετικά
με την ύπαρξη, τις αιτίες, τη σοβαρότητα και την απειλή που προέρχεται από το
διεθνικό οργανωμένο έγκλημα. Μπορούν να δίδουν πληροφορίες, όπου ενδείκνυται,
με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και υιοθετούν μέτρα για την προαγωγή της
συμμετοχής του κοινού στην πρόληψη και καταπολέμηση του εν λόγω εγκλήματος.
6. Κάθε Κράτος Μέρος γνωστοποιεί στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών το
όνομα και τη διεύθυνση της αρχής ή των αρχών που μπορούν να βοηθήσουν άλλα
Κράτη Μέρη να προωθήσουν μέτρα πρόληψης του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος.
7. Τα Κράτη Μέρη συνεργάζονται μεταξύ τους και με αρμόδιους διεθνείς και
περιφερειακούς οργανισμούς, κατά τον προσφορότερο τρόπο, για την προαγωγή και
ανάπτυξη των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο τούτο. Αυτά περιλαμβάνουν και
τη συμμετοχή σε διεθνή προγράμματα που αποσκοπούν στην πρόληψη του διεθνικού
οργανωμένου εγκλήματος, αμβλύνοντας, για παράδειγμα, τις περιστάσεις που
καθιστούν τις κοινωνικά περιθωριοποιημένες ομάδες ευάλωτες στη δράση του
διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος.
Αρθρο 32
Διάσκεψη των Μερών της Σύμβασης
1. Με τη διάταξη αυτή ιδρύεται Διάσκεψη των Μερών της Σύμβασης για τη
βελτίωση της ικανότητας των Κρατών Μερών προς καταπολέμηση του διεθνικού
οργανωμένου εγκλήματος και προς προαγωγή και ανασκόπηση της εφαρμογής της
Σύμβασης.
2. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών συγκαλεί τη Διάσκεψη των Μερών
όχι αργότερα από την πάροδο έτους από τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης. Η
Διάσκεψη των Μερών υιοθετεί διαδικαστικούς κανόνες και κανόνες που διέπουν
τις δραστηριότητες που περιγράφονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου
αυτού (στους οποίους περιλαμβάνονται και οι κανόνες που αναφέρονται στην
πληρωμή δαπανών που πραγματοποιούνται κατά την εκτέλεση των δραστηριοτήτων
αυτών).
3. Η Διάσκεψη των Μερών υιοθετεί τους μηχανισμούς προς επίτευξη των στόχων
που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, στους οποίους
συμπεριλαμβάνεται:
(α) Η διευκόλυνση των δραστηριοτήτων των Κρατών Μερών κατά τα άρθρα 29, 30
και 31 της Σύμβασης, μεταξύ των οποίων και η ενθάρρυνση της κινητοποίησης
εθελοντικών εισφορών.
(β) Η διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των Κρατών Μερών, σε
σχέση με τα χαρακτηριστικά και τις τάσεις του οργανωμένου διεθνικού
εγκλήματος και τις επιτυχείς πρακτικές για την καταπολέμηση του.
(γ) Η συνεργασία με σχετικούς διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς και μη
κυβερνητικές οργανώσεις.
(δ) Η περιοδική εξέταση της εφαρμογής της Σύμβασης.
(ε) Η υποβολή εισηγήσεων για τη βελτίωση και την εφαρμογή της Σύμβασης.
4. Για τους σκοπούς των εδαφίων δ’ και ε’ της παραγράφου 3 του άρθρου
τούτου, η Διάσκεψη των Κρατών Μερών ενημερώνεται σχετικά με τα μέτρα που
λαμβάνουν τα Κράτη Μέρη για την εφαρμογή της Σύμβασης και τις δυσκολίες που
αντιμετωπίζουν στην εφαρμογή της, από πληροφορίες που παρέχουν τα ίδια τα
Κράτη Μέρη και συμπληρωματικοί εξεταστικοί μηχανισμοί, τους οποίους μπορεί να
ιδρύσει η Διάσκεψη των Μερών.
5. Κάθε Κράτος Μέρος παρέχει στη Διάσκεψη των Κρατών Μερών πληροφορίες για
τα προγράμματα του, τα σχέδια και τις πρακτικές του, καθώς και για τα
νομοθετικά και διοικητικά μέτρα εφαρμογής της Σύμβασης, εφόσον ζητηθεί από τη
Διάσκεψη των Μερών.
Αρθρο 33
Γραμματεία
1. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών παρέχει τις αναγκαίες
γραμματειακές υπηρεσίες στη Διάσκεψη των Μερών της Σύμβασης.
2. Η γραμματεία:
(α) Βοηθά τη Διάσκεψη των Μερών να εκπληρώσει τις δραστηριότητες που
αναφέρονται στο άρθρο 32 της Σύμβασης, προετοιμάζει και παρέχει τις αναγκαίες
υπηρεσίες για τις συνεδριάσεις της Διάσκεψης των Μερών.
(β) Μετά από αίτημα, βοηθά τα Κράτη Μέρη να παρέχουν πληροφορίες στη
Διάσκεψη των Μερών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 32 παράγραφος 5 της Σύμβασης,
και
(γ) Διασφαλίζει τον αναγκαίο συντονισμό με τις γραμματείες των σχετικών
διεθνών και περιφερειακών οργανισμών.
Αρθρο 34
Εφαρμογή της Σύμβασης
1. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, στα οποία περιλαμβάνονται
νομοθετικά και διοικητικά μέτρα, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του
εσωτερικού του δικαίου, για να διασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του
κατά τη Σύμβαση αυτή.
2. Τα αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 5, 6, 8 και 23 της
Σύμβασης πρέπει να θεσπισθούν στο εσωτερικό δίκαιο κάθε Κράτους Μέρους
ανεξάρτητα από τη διεθνική φύση τους ή την εμπλοκή οργανωμένης εγκληματικής
ομάδας, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, με εξαίρεση το άρθρο 5, στο
μέτρο που αυτό απαιτεί την εμπλοκή οργανωμένης εγκληματικής ομάδας.
3. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να υιοθετεί μέτρα σοβαρότερα ή αυστηρότερα από
αυτά που προβλέπονται στη Σύμβαση, για την πρόληψη και καταπολέμηση του
διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος.
Αρθρο 35
Επίλυση διαφορών
1. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να επιλύουν τις διαφορές που αφορούν την
ερμηνεία ή την εφαρμογή της Σύμβασης αυτής με διαπραγματεύσεις.
2. Κάθε διαφορά μεταξύ δύο ή περισσότερων Κρατών Μερών που αφορά την
ερμηνεία ή την εφαρμογή της Σύμβασης, η οποία δεν μπορεί να επιλυθεί με
διαπραγματεύσεις μέσα σε εύλογο χρόνο, υποβάλλεται σε διαιτησία ύστερα από
αίτηση ενός από τα Κράτη Μέρη αυτά. Εάν, έξι μήνες μετά την ημερομηνία
υποβολής της αίτησης για διαιτησία, τα εν λόγω Κράτη Μέρη αδυνατούν να
συμφωνήσουν για την οργάνωση της διαιτησίας, οποιοδήποτε από αυτά μπορεί να
παραπέμψει τη διαφορά στο Διεθνές Δικαστήριο, υποβάλλοντας αίτηση σύμφωνα με
το Καταστατικό του Δικαστηρίου.
3. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί, κατά το χρόνο της υπογραφής, επικύρωσης,
αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης στη Σύμβαση, να δηλώσει ότι δεν δεσμεύεται
από την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού. Τα άλλα Κράτη Μέρη δεν δεσμεύονται από
την παράγραφο 2 του άρθρου τούτου, έναντι του Κράτους Μέρους που έχει
διατυπώσει τέτοια επιφύλαξη.
4. Κάθε Κράτος Μέρος που έχει διατυπώσει επιφύλαξη, σύμφωνα με την παράγραφο
3 του άρθρου αυτού, μπορεί οποτεδήποτε να την αποσύρει με γνωστοποίηση προς
το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.
Αρθρο 36
Υπογραφή, επικύρωση, αποδοχή, έγκριση και προσχώρηση
1. Η Σύμβαση αυτή είναι ανοικτή σε όλα τα Κράτη για υπογραφή από 12 έως 15
Δεκεμβρίου 2000 στο Παλέρμο Ιταλίας και μετέπειτα στην έδρα των Ηνωμένων
Εθνών στη Νέα Υόρκη μέχρι 12 Δεκεμβρίου 2002.
2. Η Σύμβαση είναι επίσης ανοικτή για υπογραφή από περιφερειακούς
οργανισμούς οικονομικής ενοποίησης, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον ένα
Κράτος μέλος τέτοιου οργανισμού έχει υπογράψει τη Σύμβαση αυτή, σύμφωνα με
την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.
3. Η Σύμβαση υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Τα έγγραφα της
επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα των
Ηνωμένων Εθνών. Περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίησης μπορεί να
καταθέσει τα έγγραφα της επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης του, εφόσον ένα
τουλάχιστον από τα Κράτη μέλη του έχει ενεργήσει ομοίως. Στα εν λόγω έγγραφα
της επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης, ο ανωτέρω οργανισμός οφείλει να δηλώσει
το βαθμό αρμοδιότητας του, σε σχέση με τα ζητήματα που διέπονται από τη
Σύμβαση αυτή. Ο ίδιος οργανισμός οφείλει επίσης να πληροφορεί τον
θεματοφύλακα για κάθε σχετική μεταβολή του βαθμού της αρμοδιότητάς του.
4. Η Σύμβαση είναι ανοικτή σε προσχώρηση από κάθε Κράτος και κάθε
περιφερειακό οργανισμό οικονομικής ενοποίησης, του οποίου ένα τουλάχιστον
Κράτος μέλος είναι Μέρος της Σύμβασης αυτής. Τα έγγραφα προσχώρησης
κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Κατά το χρόνο της
προσχώρησής του, ο περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίησης οφείλει να
δηλώσει το βαθμό αρμοδιότητας του, σε σχέση με τα ζητήματα που διέπονται από
τη Σύμβαση αυτή. Ο ίδιος οργανισμός οφείλει επίσης να πληροφορεί τον
θεματοφύλακα για κάθε σχετική μεταβολή του βαθμού της αρμοδιότητάς του.
Αρθρο 37
Σχέση με τα πρωτόκολλα 1. Η Σύμβαση αυτή μπορεί να συμπληρωθεί με ένα ή
περισσότερα πρωτόκολλα.
2. Για να γίνει Μέρος σε πρωτόκολλο, ένα Κράτος ή ένας περιφερειακός
οργανισμός οικονομικής ενοποίησης πρέπει επίσης να είναι Μέρος της Σύμβασης
αυτής.
3. Κανένα Κράτος Μέρος της Σύμβασης δεν δεσμεύεται από πρωτόκολλο εκτός αν
καταστεί Μέρος του πρωτοκόλλου σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού.
4. Κάθε πρωτόκολλο της Σύμβασης ερμηνεύεται σε συσχετισμό με αυτή αφού
ληφθεί υπόψη ο σκοπός του πρωτοκόλλου.
Αρθρο 38
Θέση σε ισχύ
1. Η Σύμβαση αυτή τίθεται σε ισχύ την ενενηκοστή ημέρα μετά την ημερομηνία
κατάθεσης του τεσσαρακοστού εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή
προσχώρησης. Για τους σκοπούς της παραγράφου αυτής, έγγραφο που κατατίθεται
από περιφερειακό οργανισμό οικονομικής ενοποίησης δεν συνυπολογίζεται σε
εκείνα που κατατέθηκαν από Κράτη μέλη του εν λόγω οργανισμού.
2. Για κάθε Κράτος ή περιφερειακό οργανισμό οικονομικής ενοποίησης που
επικυρώνει, αποδέχεται, εγκρίνει ή προσχωρεί στη Σύμβαση μετά την κατάθεση
του τεσσαρακοστού εγγράφου, η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ την τριακοστή ημέρα
μετά την ημερομηνία κατάθεσης από το εν λόγω Κράτος ή οργανισμό του σχετικού
εγγράφου.
Αρθρο 39
Τροποποίηση
1. Μετά πάροδο πέντε ετών αφότου τεθεί σε ισχύ η Σύμβαση αυτή, κάθε Κράτος
Μέρος μπορεί να προτείνει τροποποίηση και να την καταθέσει στο Γενικό
Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος μετά ταύτα διαβιβάζει την τροποποίηση
που προτείνεται στα Κράτη Μέρη και στη Διάσκεψη των Μερών της Σύμβασης, για
να εξετάσουν και αποφασίσουν επί της προτάσεως. Η Διάσκεψη των Μερών
καταβάλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να επιτύχει συναίνεση για κάθε
τροποποίηση. Εάν όλες οι προσπάθειες για συναίνεση εξαντληθούν και δεν
επιτευχθεί συμφωνία, ως έσχατο μέσο, για την υιοθέτηση της τροποποίησης
απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων των Κρατών Μερών που παρίστανται και
ψηφίζουν κατά τη σύνοδο της Διάσκεψης των Μερών.
2. Περιφερειακοί οργανισμοί οικονομικής ενοποίησης, για ζητήματα που
εμπίπτουν στην αρμοδιότητα τους, ασκούν το δικαίωμα ψήφου βάσει του άρθρου
τούτου με αριθμό ψήφων ίσο προς τον αριθμό των Κρατών μελών τους που είναι
Μέρη της Σύμβασης αυτής. Οι εν λόγω οργανισμοί δεν ασκούν το δικαίωμα ψήφου,
εάν τα Κράτη μέλη τους ασκήσουν το δικό τους και αντιστρόφως.
3. Τροποποίηση που υιοθετείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού
υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση από τα Κράτη Μέρη.
4. Τροποποίηση που υιοθετείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού
τίθεται σε ισχύ, ως προς ένα Κράτος Μέρος, ενενήντα ημέρες μετά την
ημερομηνία κατάθεσης στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών του εγγράφου
επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης της εν λόγω τροποποίησης.
5. Όταν μια τροποποίηση τεθεί σε ισχύ, είναι δεσμευτική για τα Κράτη Μέρη
που εξέφρασαν τη συγκατάθεση τους να δεσμεύονται από αυτή. Τα άλλα Κράτη Μέρη
εξακολουθούν να δεσμεύονται από τις διατάξεις της Σύμβασης αυτής και από όσες
άλλες προηγούμενες τροποποιήσεις έχουν επικυρώσει, αποδεχθεί ή εγκρίνει.
Αρθρο 40
Καταγγελία
1. Κάθε Κράτος Μέρος μπορεί να καταγγείλει τη Σύμβαση με γραπτή γνωστοποίηση
προς τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. Η καταγγελία αυτή έχει
αποτελέσματα ένα έτος μετά τη λήψη της γνωστοποίησης από τον Γενικό
Γραμματέα.
2. Ένας περιφερειακός οργανισμός οικονομικής ενοποίησης παύει να είναι Μέρος
της Σύμβασης αυτής, όταν όλα τα Κράτη μέλη του την καταγγείλουν.
3. Η καταγγελία της Σύμβασης, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου τούτου,
συνεπάγεται και την καταγγελία όλων των πρωτοκόλλων της.
Αρθρο 41
Θεματοφύλακας και γλώσσες
1. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών ορίζεται θεματοφύλακας της
Σύμβασης αυτής.
2. Το πρωτότυπο της Σύμβασης, της οποίας τα κείμενα στην Αραβική, Κινέζικη,
Αγγλική, Γαλλική, Ρωσική και Ισπανική γλώσσα είναι εξ ίσου αυθεντικά, θα
κατατεθεί στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.
Σε πίστωση των ανωτέρω, οι κάτωθι υπογράφοντες πληρεξούσιοι, δεόντως
εξουσιοδοτημένοι προς τούτο από τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν
την Σύμβαση αυτή.
Πρωτόκολλο για την Πρόληψη, Καταστολή και Τιμωρία της Διακίνησης Προσώπων,
Ιδιαίτερα Γυναικών και Παιδιών, που συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών
κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος
Προοίμιο
Τα Κράτη Μέρη του Πρωτοκόλλου τούτου,
Δηλώνοντας ότι η αποτελεσματική δράση για την πρόληψη και την καταπολέμηση
της διακίνησης προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών, απαιτεί συνολική
διεθνή προσέγγιση στις χώρες προέλευσης, διέλευσης και προορισμού, η οποία
περιλαμβάνει μέτρα πρόληψης της εν λόγω διακίνησης, τιμωρίας των διακινητών
και προστασίας των θυμάτων της διακίνησης, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας
των διεθνώς αναγνωρισμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους,
Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, παρά την ύπαρξη διαφόρων διεθνών νομικών
πράξεων που περιέχουν κανόνες και πρακτικά μέτρα για την καταπολέμηση της
εκμετάλλευσης προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών, δεν υπάρχει καμία
παγκόσμια νομική πράξη που να ασχολείται με όλες τις πτυχές της διακίνησης
προσώπων,
Ανησυχώντας επειδή, εφόσον δεν υπάρχει τέτοια νομική πράξη, πρόσωπα που
είναι ευάλωτα στη διακίνηση δεν προστατεύονται επαρκώς,
Υπενθυμίζοντας την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης 53/111 από 9 Δεκεμβρίου
1998, με την οποία η Συνέλευση αποφάσισε να δημιουργήσει μια ανοικτή
διακυβερνητική ad hoc επιτροπή για να επεξεργαστεί μια πλήρη διεθνή σύμβαση
κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και να συζητήσει την επεξεργασία,
μεταξύ άλλων, μιας διεθνούς νομικής πράξης που θα ασχολείται με τη διακίνηση
γυναικών και παιδιών,
Πεπεισμένα ότι η συμπλήρωση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του
Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος με μια διεθνή νομική πράξη για την πρόληψη,
καταστολή και τιμωρία της διακίνησης προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και
παιδιών, θα είναι χρήσιμη για την πρόληψη και την καταπολέμηση αυτού του
εγκλήματος.
Συμφώνησαν τα εξής:
Ι. Γενικές διατάξεις
Αρθρο 1
Σχέση με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου
εγκλήματος.
1. Το Πρωτόκολλο αυτό συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του
διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος και ερμηνεύεται μαζί με τη Σύμβαση.
2. Οι διατάξεις της Σύμβασης εφαρμόζονται mutatis mutandis στο Πρωτόκολλο,
αν δεν προβλέπεται διαφορετικά σ’ αυτό.
3. Τα αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου,
θεωρούνται ως αδικήματα που θεσπίζονται σύμφωνα με τη Σύμβαση.
Αρθρο 2
Δήλωση σκοπού
Σκοποί του Πρωτοκόλλου τούτου είναι:
(α) Η πρόληψη και καταπολέμηση της διακίνησης προσώπων με ιδιαίτερη προσοχή
στις γυναίκες και τα παιδιά.
(β) Η προστασία και αρωγή προς τα θύματα της διακίνησης αυτής, με πλήρη
σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα τους, και
(γ) Η προαγωγή της συνεργασίας μεταξύ των Κρατών Μερών για την εκπλήρωση των
σκοπών αυτών.
Αρθρο 3
Έννοια όρων
Για τους σκοπούς του Πρωτοκόλλου τούτου:
(α) «Διακίνηση προσώπων» νοείται η στρατολόγηση, μεταφορά, μετακίνηση,
παροχή καταλύματος ή η υποδοχή προσώπων, με την απειλή ή χρήση βίας ή άλλων
μορφών εξαναγκασμού, με απαγωγή, εξαπάτηση, παραπλάνηση, κατάχρηση εξουσίας ή
ευάλωτης θέσης ή με παροχή ή αποδοχή χρημάτων ή ωφελημάτων για να επιτευχθεί
η συγκατάθεση προσώπου που έχει τον έλεγχο άλλου προσώπου, με σκοπό την
εκμετάλλευση. Η εκμετάλλευση περιλαμβάνει, τουλάχιστον, την εκμετάλλευση της
πορνείας άλλων ή άλλες μορφές γενετήσιας εκμετάλλευσης, την αναγκαστική
εργασία ή παροχή υπηρεσιών, τη δουλεία ή πρακτικές παρόμοιες με τη δουλεία,
την υποτέλεια ή την αφαίρεση οργάνων.
(β) Η συγκατάθεση του θύματος της διακίνησης προσώπων για την σκοπούμενη
εκμετάλλευση, όπως αυτή ορίζεται στην υποπαράγραφο (α), δεν λαμβάνεται υπόψη
όταν έχει χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε από τα μέσα που αναφέρονται στην
υποπαράγραφο αυτή.
(γ) Η στρατολόγηση, μεταφορά, μετακίνηση, παροχή καταλύματος ή υποδοχή
παιδιού με σκοπό την εκμετάλλευση θεωρείται ως «διακίνηση προσώπων» ακόμα κι
αν δεν έχει χρησιμοποιηθεί κανένα από τα μέσα που αναφέρονται στην
υποπαράγραφο (α).
(δ) «Παιδί» νοείται οποιοδήποτε πρόσωπο κάτω των δεκαοκτώ ετών.
Αρθρο 4
Πεδίο εφαρμογής
Το Πρωτόκολλο εφαρμόζεται, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε αυτό, για την
πρόληψη, διερεύνηση και δίωξη των αδικημάτων που έχουν θεσπισθεί σύμφωνα με
το άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου, εφόσον τα αδικήματα αυτά είναι διεθνικά ως προς
τη φύση τους και εμπλέκεται σ’ αυτά οργανωμένη εγκληματική ομάδα, καθώς
επίσης και για την προστασία των θυμάτων τέτοιων αδικημάτων.
Αρθρο 5
Ποινικοποίηση
1. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί νομοθετικά και άλλα μέτρα, που είναι
αναγκαία για να θεσπισθούν ως ποινικά αδικήματα οι πράξεις που αναφέρονται
στο άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου αυτού, όταν τελούνται με πρόθεση.
2. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί επίσης νομοθετικά και άλλα μέτρα, που είναι
αναγκαία για να θεσπισθούν ως ποινικά αδικήματα:
α) Με την επιφύλαξη των βασικών εννοιών του νομικού του συστήματος, η
απόπειρα τέλεσης αδικήματος, που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του
άρθρου αυτού.
β) Η συμμετοχή σε αδίκημα που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του
άρθρου αυτού.
γ) Η οργάνωση ή καθοδήγηση άλλων προσώπων για τη διάπραξη αδικήματος, που
θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.
II. Προστασία θυμάτων διακίνησης προσώπων
Αρθρο 6
Αρωγή και προστασία των θυμάτων διακίνησης προσώπων
1. Στις περιπτώσεις που ενδείκνυται και στο βαθμό που είναι δυνατό κατά το
εσωτερικό του δίκαιο, κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει μέτρα για να προστατεύσει
την ιδιωτική ζωή και την ταυτότητα των θυμάτων διακίνησης προσώπων, στα οποία
περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η εμπιστευτική διεξαγωγή των νομικών
διαδικασιών που σχετίζονται με τη διακίνηση αυτή.
2. Κάθε Κράτος Μέρος διασφαλίζει ότι το εσωτερικό νομικό ή διοικητικό του
σύστημα περιλαμβάνει μέτρα, ώστε να παρέχονται στα θύματα διακίνησης
προσώπων, όταν συντρέχει περίπτωση:
(α) Πληροφορίες για τις σχετικές δικαστικές και διοικητικές διαδικασίες?
(β) Αρωγή, ώστε οι απόψεις και ανησυχίες τους να καταστεί δυνατό να
παρουσιασθούν και να εξετασθούν στα κατάλληλα στάδια της δικαστικής
διαδικασίας εναντίον των δραστών, κατά τρόπο που δεν παραβλάπτει τα
δικαιώματα της υπεράσπισης.
3. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει τη δυνατότητα εφαρμογής μέτρων που
διασφαλίζουν τη σωματική, ψυχολογική και κοινωνική αποκατάσταση των θυμάτων
της διακίνησης προσώπων, σε συνεργασία με μη κυβερνητικές οργανώσεις, άλλες
σχετικές οργανώσεις και κοινωνικούς φορείς, στα οποία περιλαμβάνεται, εφόσον
συντρέχει περίπτωση, η παροχή ιδίως:
(α) Κατάλληλης στέγασης.
(β) Συμβουλών και πληροφοριών, ειδικότερα σε σχέση με τα νομικά τους
δικαιώματα, σε γλώσσα που τα θύματα της διακίνησης προσώπων κατανοούν.
(γ) Ιατρικής, ψυχολογικής και υλικής βοήθειας, και
(δ) Ευκαιριών απασχόλησης, εκπαίδευσης και επιμόρφωσης.
4. Κάθε Κράτος Μέρος, κατά την εφαρμογή του άρθρου αυτού, λαμβάνει υπόψη,
την ηλικία, το φύλο και τις ειδικές ανάγκες των θυμάτων της διακίνησης
προσώπων, ιδιαίτερα τις ειδικές ανάγκες των παιδιών, στις οποίες
συμπεριλαμβάνονται η κατάλληλη στέγαση, εκπαίδευση και φροντίδα.
5. Κάθε Κράτος Μέρος προσπαθεί να παράσχει σωματική ασφάλεια στα θύματα της
διακίνησης προσώπων, όσο βρίσκονται στην επικράτειά του.
6. Κάθε Κράτος Μέρος, διασφαλίζει ότι το εσωτερικό νομικό του σύστημα
περιλαμβάνει μέτρα που προσφέρουν στα θύματα της διακίνησης προσώπων τη
δυνατότητα αποκατάστασης των ζημιών που υπέστησαν.
Αρθρο 7
Καθεστώς των θυμάτων διακίνησης προσώπων στα Κράτη υποδοχής
1. Πέραν από τα μέτρα που λαμβάνονται κατά το άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αυτού,
κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει τη δυνατότητα να υιοθετήσει νομοθετικά και άλλα
πρόσφορα μέτρα, που επιτρέπουν στα θύματα της διακίνησης προσώπων να
παραμείνουν στην επικράτειά του, προσωρινά ή μόνιμα, κατά περίσταση.
2. Κατά την εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου τούτου, κάθε
Κράτος Μέρος λαμβάνει υπόψη, στο μέτρο που αρμόζει, παράγοντες ανθρωπισμού
και ευσπλαχνίας.
Αρθρο 8
Επαναπατρισμός των θυμάτων διακίνησης προσώπων
1. Το Κράτος Μέρος, υπήκοος του οποίου είναι το θύμα διακίνησης προσώπων ή
στο οποίο το πρόσωπο είχε δικαίωμα μόνιμης κατοικίας κατά το χρόνο εισόδου
στην επικράτεια του Κράτους Μέρους υποδοχής, διευκολύνει και δέχεται, με την
οφειλόμενη επιμέλεια για την ασφάλεια του προσώπου αυτού, την επιστροφή του
χωρίς αδικαιολόγητη ή υπέρμετρη καθυστέρηση.
2. Όταν ένα Κράτος Μέρος επιστρέφει θύμα διακίνησης προσώπων σε Κράτος Μέρος
του οποίου το πρόσωπο αυτό είναι υπήκοος ή στο οποίο είχε, κατά το χρόνο
εισόδου στην επικράτεια του Κράτους Μέρους υποδοχής, δικαίωμα μόνιμης
κατοικίας, η εν λόγω επιστροφή θα είναι κατά προτίμηση οικειοθελής και θα
γίνεται με την οφειλόμενη επιμέλεια για την ασφάλεια του προσώπου και την
τήρηση των νομικών διαδικασιών, που έχουν σχέση με το γεγονός ότι το πρόσωπο
είναι θύμα διακίνησης προσώπων.
3. Μετά από αίτημα Κράτους Μέρους υποδοχής, το Κράτος Μέρος στο οποίο
απευθύνεται το αίτημα επαληθεύει χωρίς υπέρμετρη ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση,
αν το πρόσωπο που είναι θύμα διακίνησης προσώπων είναι υπήκοος του ή είχε το
δικαίωμα μόνιμης κατοικίας στην επικράτειά του κατά το χρόνο εισόδου στην
επικράτεια του Κράτους Μέρους υποδοχής.
4. Για να διευκολυνθεί η επιστροφή θύματος διακίνησης προσώπων που δεν
διαθέτει τα κατάλληλα έγγραφα, το Κράτος Μέρος του οποίου το πρόσωπο αυτό
είναι υπήκοος ή στο οποίο είχε το δικαίωμα μόνιμης κατοικίας κατά το χρόνο
εισόδου στην επικράτεια του Κράτους Μέρους υποδοχής δέχεται να εκδώσει, μετά
από αίτημα του Κράτους Μέρους υποδοχής, τα ταξιδιωτικά έγγραφα ή κάθε άλλη
άδεια που είναι απαραίτητη για να μπορέσει το πρόσωπο να ταξιδέψει και να
εισέλθει ξανά στην επικράτειά του.
5. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν θίγουν τα δικαιώματα που παρέχονται σε
θύματα διακίνησης προσώπων από το εσωτερικό δίκαιο του Κράτους Μέρους
υποδοχής.
6. Το άρθρο αυτό ισχύει με την επιφύλαξη κάθε διμερούς ή πολυμερούς
συμφωνίας ή διακανονισμού που διέπει, εν όλω ή εν μέρει, την επιστροφή
θυμάτων διακίνησης προσώπων.
III. Πρόληψη, συνεργασία και άλλα μέτρα
Αρθρο 9
Πρόληψη διακίνησης προσώπων
1. Τα Κράτη Μέρη θεσπίζουν ολοκληρωμένες πολιτικές, προγράμματα και άλλα
μέτρα:
(α) Για την πρόληψη και καταπολέμηση της διακίνησης προσώπων, και
(β) Για την προστασία των θυμάτων διακίνησης προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών
και παιδιών, από το να καταστούν και πάλι θύματα.
2. Τα Κράτη Μέρη προσπαθούν να λάβουν μέτρα, όπως έρευνα, πληροφόρηση και
εκστρατείες στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικές και οικονομικές
πρωτοβουλίες για την πρόληψη και καταπολέμηση της διακίνησης προσώπων.
3. Οι πολιτικές, τα προγράμματα και άλλα μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με το
άρθρο αυτό περιλαμβάνουν τη συνεργασία με μη κυβερνητικές οργανώσεις, άλλους
σχετικούς οργανισμούς και κοινωνικούς φορείς.
4. Τα Κράτη Μέρη λαμβάνουν ή ενισχύουν μέτρα, ιδίως με διμερείς ή πολυμερείς
συνεργασίες, για να απαλείψουν τους παράγοντες που καθιστούν τα πρόσωπα,
ιδιαίτερα τις γυναίκες και τα παιδιά, ευάλωτα στη διακίνηση, όπως η φτώχεια,
η υπανάπτυξη και η έλλειψη ίσων ευκαιριών.
5. Τα Κράτη Μέρη υιοθετούν ή ενισχύουν νομοθετικά ή άλλα μέτρα, όπως
εκπαιδευτικά, κοινωνικά ή πολιτιστικά, ιδίως με διμερείς και πολυμερείς
συνεργασίες, για να αποθαρρύνουν τη ζήτηση που υποθάλπει όλες τις μορφές
εκμετάλλευσης προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών, οι οποίες οδηγούν στη
διακίνηση.
Αρθρο 10
Ανταλλαγή πληροφοριών και επιμόρφωση
1. Οι Αρχές επιβολής του νόμου, της μετανάστευσης και άλλες ανάλογες των
Κρατών Μερών, συνεργάζονται μεταξύ τους, κατά τις περιστάσεις, ανταλλάσσοντας
πληροφορίες, σύμφωνα με το εσωτερικό τους δίκαιο, για να μπορούν να
προσδιορίζουν:
α. Εάν άτομα που διασχίζουν ή επιχειρούν να διασχίσουν διεθνή σύνορα με
ταξιδιωτικά έγγραφα που ανήκουν σε άλλα πρόσωπα ή χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα
είναι δράστες ή θύματα διακίνησης προσώπων.
β. Τους τύπους των ταξιδιωτικών εγγράφων, τα οποία χρησιμοποίησαν ή
επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν άτομα για να διασχίσουν διεθνή σύνορα, προς το
σκοπό της διακίνησης προσώπων.
γ. Τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν από οργανωμένες
εγκληματικές ομάδες για τη διακίνηση προσώπων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται
η στρατολόγηση και η μεταφορά των θυμάτων, τις διαδρομές και τους δεσμούς
μεταξύ των ατόμων και των ομάδων που εμπλέκονται σε τέτοιου είδους
διακινήσεις, και τα μέτρα που είναι πρόσφορα για τον εντοπισμό τους.
2. Τα Κράτη Μέρη εξασφαλίζουν ή βελτιώνουν την επιμόρφωση των οργάνων που
είναι επιφορτισμένα με την επιβολή του νόμου, την μετανάστευση και άλλα
συναφή, στην πρόληψη της διακίνησης προσώπων. Η επιμόρφωση πρέπει να
εστιάζεται στις μεθόδους πρόληψης τέτοιων διακινήσεων, στη δίωξη των
διακινητών και στην προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων, στην οποία
περιλαμβάνεται και η προστασία των θυμάτων από τους διακινητές. Η επιμόρφωση
πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη προς εξέταση θεμάτων σχετικών με
τα ανθρώπινα δικαιώματα ή ευαίσθητων θεμάτων που έχουν σχέση με την παιδική
ηλικία και το φύλο και πρέπει να ενθαρρύνει τη συνεργασία με μη κυβερνητικούς
οργανισμούς, άλλους συναφείς οργανισμούς και άλλους κοινωνικούς φορείς.
3. Το Κράτος Μέρος που λαμβάνει τις πληροφορίες οφείλει να συμμορφώνεται σε
κάθε αίτηση του Κράτους Μέρους που διαβίβασε τις πληροφορίες, η οποία θέτει
περιορισμούς στη χρήση τους.
Αρθρο 11
Συνοριακά μέτρα
1. Με την επιφύλαξη των διεθνών δεσμεύσεων αναφορικά με την ελεύθερη
μετακίνηση προσώπων, τα Κράτη Μέρη ενισχύουν, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό,
τους συνοριακούς ελέγχους που είναι αναγκαίοι για την πρόληψη και τον
εντοπισμό της διακίνησης προσώπων.
2. Κάθε Κράτος Μέρος υιοθετεί νομοθετικά ή άλλα πρόσφορα μέτρα για να
εμποδίσει, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, τη χρήση μεταφορικών μέσων, τα οποία
χρησιμοποιούνται από εμπορικούς μεταφορείς, για τη διάπραξη των αδικημάτων
που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 του Πρωτοκόλλου αυτού.
3. Όπου αρμόζει, και με την επιφύλαξη της εφαρμογής διεθνών συμβάσεων,
τέτοια μέτρα περιλαμβάνουν τη θέσπιση της υποχρέωσης των εμπορικών
μεταφορέων, στους οποίους περιλαμβάνεται κάθε μεταφορική εταιρία ή ο
ιδιοκτήτης ή το πρόσωπο που εκμεταλλεύεται οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο, να
εξακριβώνουν ότι όλοι οι επιβάτες κατέχουν τα ταξιδιωτικά έγγραφα που
απαιτούνται για την είσοδο στο Κράτος υποδοχής.
4. Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα, σύμφωνα με το εσωτερικό
του δίκαιο, για να προβλέψει κυρώσεις, σε περιπτώσεις παράβασης της
υποχρέωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού.
5. Κάθε Κράτος Μέρος εξετάζει τη λήψη μέτρων που επιτρέπουν, σύμφωνα με το
εσωτερικό του δίκαιο, την άρνηση εισόδου ή την ανάκληση των θεωρήσεων των
διαβατηρίων σε πρόσωπα που εμπλέκονται στη διάπραξη αδικημάτων, που
θεσπίζονται σύμφωνα με το Πρωτόκολλο αυτό.
6. Με την επιφύλαξη του άρθρου 27 της Σύμβασης, τα Κράτη Μέρη εξετάζουν την
ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ υπηρεσιών συνοριακού ελέγχου, εκτός των
άλλων, με τη δημιουργία και διατήρηση απ’ ευθείας διαύλων επικοινωνίας.